εὔχυμος: Difference between revisions
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔχῡμος''': -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, [[Ποσειδώνιος]], παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ [[ὑγρότης]] εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle. | |lstext='''εὔχῡμος''': -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, [[Ποσειδώνιος]], παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ [[ὑγρότης]] εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’un bon suc ; d’une saveur agréable;<br /><i>Cp.</i> εὐχυμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χυμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A wellflavoured, Posidon.3J.; πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔ. Arist.GA763b7: Comp., Plu.2.690a. II productive of healthy humours, wholesome, Hp.Aff. 55, Gal.17(2).876. III plump, in good condition, Ptol.Tetr.144.
German (Pape)
[Seite 1110] = εὔχυλος, wohlschmeckend, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d; Medic.; εὐχυμότερος, Plut. gymp. 6, 3 E.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχῡμος: -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, Ποσειδώνιος, παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ ὑγρότης εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un bon suc ; d’une saveur agréable;
Cp. εὐχυμότερος.
Étymologie: εὖ, χυμός.