ἀνέγγυος: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέγγυος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἐχεγγύου, περὶ οὗ οὐδεὶς ἔδωκεν ἐγγύησιν, [[ἀβέβαιος]], ὥρη [[ἀνέγγυος]], ἐπὶ ἀβεβαίου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Ἀνακρ. 114· ἐπὶ παρανόμου τέκνου· [[νόθος]] καὶ ἀνέγγ. Πλάτ. Πολ. 461 Β: ἐπὶ γυναικὸς μὴ μνηστευθείσης, ἀγάμου, Πλουτ. Καῖσ. 14, Δίων Κ. 59. 12, κτλ.· [[οὕτως]], ἀν. ποιεῑν τὰς μίξεις Διον. Ἁλ. 2. 24: πρβλ. [[ὑπέγγυος]]. | |lstext='''ἀνέγγυος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἐχεγγύου, περὶ οὗ οὐδεὶς ἔδωκεν ἐγγύησιν, [[ἀβέβαιος]], ὥρη [[ἀνέγγυος]], ἐπὶ ἀβεβαίου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Ἀνακρ. 114· ἐπὶ παρανόμου τέκνου· [[νόθος]] καὶ ἀνέγγ. Πλάτ. Πολ. 461 Β: ἐπὶ γυναικὸς μὴ μνηστευθείσης, ἀγάμου, Πλουτ. Καῖσ. 14, Δίων Κ. 59. 12, κτλ.· [[οὕτως]], ἀν. ποιεῑν τὰς μίξεις Διον. Ἁλ. 2. 24: πρβλ. [[ὑπέγγυος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans caution, sans garantie, <i>d’où</i><br /><b>1</b> illégitime (enfant);<br /><b>2</b> non fiancée (jeune fille, femme).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἔγγυος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not vouched for, not accredited, ὤρη ἀ., of uncertain weather, Anacr.113; of an illegitimate child, νόθος καὶ ἀ. Pl.R.461b; γάμοι unhallowed, E.ap.Phot.p.128R.; of a woman, unbetrothed, unwedded, Plu.Caes.14, Comp.Thes.Rom.6, D.C.59.12, etc.; ἀ. ποιεῖν τὰς μίξεις D.H.2.24.
German (Pape)
[Seite 219] unverbürgt; ἡ, die nicht feierlich Verlobte, Plut. Caes. 14; καὶ ἀνέκδοτος mul. virt. p. 306; vgl. D. Hal. 2, 24. Von Kindern: aus einer nicht feierlich geschlossenen Ehe (ἀνέγγυος γάμος Poll.) gezeugt, unehelich, παῖς ἀν. καὶ νόθος Plat. Rep. V, 461 b; ἀνέγγυος καὶ σκότιος Plut. Thes. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγγυος: -ον, ὁ ἄνευ ἐχεγγύου, περὶ οὗ οὐδεὶς ἔδωκεν ἐγγύησιν, ἀβέβαιος, ὥρη ἀνέγγυος, ἐπὶ ἀβεβαίου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Ἀνακρ. 114· ἐπὶ παρανόμου τέκνου· νόθος καὶ ἀνέγγ. Πλάτ. Πολ. 461 Β: ἐπὶ γυναικὸς μὴ μνηστευθείσης, ἀγάμου, Πλουτ. Καῖσ. 14, Δίων Κ. 59. 12, κτλ.· οὕτως, ἀν. ποιεῑν τὰς μίξεις Διον. Ἁλ. 2. 24: πρβλ. ὑπέγγυος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans caution, sans garantie, d’où
1 illégitime (enfant);
2 non fiancée (jeune fille, femme).
Étymologie: ἀ, ἔγγυος.