Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνέκδοτος

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέκδοτος Medium diacritics: ἀνέκδοτος Low diacritics: ανέκδοτος Capitals: ΑΝΕΚΔΟΤΟΣ
Transliteration A: anékdotos Transliteration B: anekdotos Transliteration C: anekdotos Beta Code: a)ne/kdotos

English (LSJ)

Arc. ἀνέσδοτος SIG306.5 (l'egea, iv B.C.), ον,
A not given in marriage, unaffianced, of a girl, Lys.13.45, D.45.74, Is.6.14; ἀ. ἔνδον καταληράσκειν Hyp.Lyc.13.
II unpublished, D.S.1.4, Cic.Att.14.17.6; of a secret remedy, ἀ. δύναμις Philum.Ven.10.9.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): arcad. ἀνέσδοτος SIG 306.5 (Tegea IV a.C.)
1 no dada en matrimonio, soltera de una joven, Lys.13.45, D.45.74, 59.8, Is.6.14, Hyp.Lyc.13, SIG l.c., Plu.2.262a, Ph.2.291.
2 no publicado αἱ βίβλοι D.S.1.4, cf. Cic.Att.371.6
secreto δύναμις Philum.Ven.10.9.

German (Pape)

[Seite 221] 1) von einem Mädchen, nicht verheirathet, Lys. 13, 45; Dem. 45, 74. – 2) nicht herausgegeben, nicht bekannt gemacht, Cic. Attic. 2, 6. 14, 17; βίβλος D. Sic. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 en parl. d'une femme non remise (à un époux), non mariée;
2 non publié, inédit.
Étymologie: , ἐκδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέκδοτος:
1 не выданная замуж, незамужняя (ἀδελφή Lys.; θυγατέρες Plut.);
2 неопубликованный, неизданный (βίβλος Diod., Cic.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέκδοτος: -ον, ἐπὶ κόρης, ἡ μὴ δοθεῖσα εἰς ἄνδρα, ἡ μὴ ὑπανδρευθεῖσα, Λυσ. 134. 1, Δημ. 1124. 7, Ἰσαῖος 57. 37· ἀνέκδοτον ἔνδον καταγηράσκειν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ δημοσιευθείς, ὁ τηρηθεὶς μυστικός, Διόδ. 1. 4, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 17, 6· πρβλ. ἐκδίδωμι Ι. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνέκδοτος, -ον)
αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος
νεοελλ.
1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην
2. το ουδ. ως ουσ. σύντομη διήγηση πραγματικού ή φανταστικού επεισοδίου με ευτράπελο στόχο συνήθως
αρχ.
1. ο μυστικός
2. (για κόρη) αυτή που δεν έχει δοθεί για γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εκδίδω(μι). Η σημασία της ουσιαστικοποιημένης λ. ανέκδοτο «ιστοριούλα με ευτράπελο συνήθως χαρακτήρα» προήλθε από το ομώνυμο έργο του βυζαντινού ιστορικού Προκοπίου (6 μ.Χ. αιώνα)].

Greek Monotonic

ἀνέκδοτος: -ον, μη δοσμένη σε γάμο, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

not given in marriage, Dem., etc.