ἀπρόσκοπος: Difference between revisions
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρόσκοπος''': -ον, μὴ προσκόπτων, [[ἄμεμπτος]], Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄ 10· ὁ μὴ πίπτων εἰς [[πταῖσμα]], ἄπταιστος, [[συνείδησις]] Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 16: - Ἐπίρρ. ἀπροσκόπως, ἀπροσκόπτως, ἀσφαλῶς, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ μὴ παρέχων [[πρόσκομμα]] ἢ [[σκάνδαλον]], τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 195, ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι, μηδενὶ σκανδάλου ἀφορμὴν παρέχοντες, πρὸς Κορ. Α΄, ι΄, 32, Κλήμ. Ἀλ. 525. | |lstext='''ἀπρόσκοπος''': -ον, μὴ προσκόπτων, [[ἄμεμπτος]], Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄ 10· ὁ μὴ πίπτων εἰς [[πταῖσμα]], ἄπταιστος, [[συνείδησις]] Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 16: - Ἐπίρρ. ἀπροσκόπως, ἀπροσκόπτως, ἀσφαλῶς, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ μὴ παρέχων [[πρόσκομμα]] ἢ [[σκάνδαλον]], τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 195, ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι, μηδενὶ σκανδάλου ἀφορμὴν παρέχοντες, πρὸς Κορ. Α΄, ι΄, 32, Κλήμ. Ἀλ. 525. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’aperçoit pas <i>ou</i> ne voit pas clairement;<br /><b>2</b> non exploré (chemin).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προσκέπτομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne se heurte pas, qui ne fait pas de faux pas;<br /><b>2</b> qui ne fait pas faire de faux pas, qui ne provoque pas de scandale.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προσκόπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ον,
A not stumbling, void of offence, Ep.Phil.1.10; συνείδησις Act.Ap.24.16. 2 free from harm, ἄτρυτος καί ἀ. IG5(2).20.19 (Tegea, i B. C.); [θεοί] σεδιαφυλάσσουσιν ἀ. PGiss.17.7 (ii A.D.), cf. PBaden 39 iii 14 (ii A. D.). Adv. -πως ib.79iv8 (ii A.D.). II giving no offence, τινί S.E.M.1.195, 1 Ep.Cor.10.32.
ἀπρό-σκοπος (B), ον,
A unseeing, A.Eu.105. II unexplored, ὁδός LXXSi.35(32).21.
German (Pape)
[Seite 339] (προσκόπτω), 1) nicht angestoßen, unverletzt, rein, Act. Apost. 24, 16. – 2) nicht verletzend, keinen Anstoß gebend, I. Cor. 10, 32. sich nicht vorsehend, unvorsichtig, nicht vorhersehend, Aesch. Eum. 105, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσκοπος: -ον, μὴ προσκόπτων, ἄμεμπτος, Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄ 10· ὁ μὴ πίπτων εἰς πταῖσμα, ἄπταιστος, συνείδησις Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 16: - Ἐπίρρ. ἀπροσκόπως, ἀπροσκόπτως, ἀσφαλῶς, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ μὴ παρέχων πρόσκομμα ἢ σκάνδαλον, τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 195, ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι, μηδενὶ σκανδάλου ἀφορμὴν παρέχοντες, πρὸς Κορ. Α΄, ι΄, 32, Κλήμ. Ἀλ. 525.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 qui n’aperçoit pas ou ne voit pas clairement;
2 non exploré (chemin).
Étymologie: ἀ, προσκέπτομαι.
2ος, ον :
1 qui ne se heurte pas, qui ne fait pas de faux pas;
2 qui ne fait pas faire de faux pas, qui ne provoque pas de scandale.
Étymologie: ἀ, προσκόπτω.