Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπετειόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(6_18)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπετειόκαρπος''': -ον, ὁ κατ’ [[ἔτος]] φέρων καρπόν, ὅσα δὴ ἐπετειόκαρπα καὶ ὅσα διετίζει Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2.
|lstext='''ἐπετειόκαρπος''': -ον, ὁ κατ’ [[ἔτος]] φέρων καρπόν, ὅσα δὴ ἐπετειόκαρπα καὶ ὅσα διετίζει Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπετειόκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που καρποφορεί [[κάθε]] χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επέτειος]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπετειόκαρπος Medium diacritics: ἐπετειόκαρπος Low diacritics: επετειόκαρπος Capitals: ΕΠΕΤΕΙΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: epeteiókarpos Transliteration B: epeteiokarpos Transliteration C: epeteiokarpos Beta Code: e)peteio/karpos

English (LSJ)

ον,

   A bearing fruit annually, Thphr.HP1.2.2.

German (Pape)

[Seite 918] jährlich Frucht tragend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπετειόκαρπος: -ον, ὁ κατ’ ἔτος φέρων καρπόν, ὅσα δὴ ἐπετειόκαρπα καὶ ὅσα διετίζει Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2.

Greek Monolingual

ἐπετειόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που καρποφορεί κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επέτειος + καρπός].