Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράχρονος: Difference between revisions

From LSJ
(6_18)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράχρονος''': -ον, ὁ περιλαμβάνων τέσσαρας χρόνους, Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 14· - [[χρόνιος]], ον, Γραμμ.
|lstext='''τετράχρονος''': -ον, ὁ περιλαμβάνων τέσσαρας χρόνους, Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 14· - [[χρόνιος]], ον, Γραμμ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράχρονος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερεις]] χρόνους («[[τετράχρονος]] [[πους]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, [[τετραετής]] («τετράχρονο [[παιδί]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[τέσσερα]] [[χρόνια]] (α. «τετράχρονο [[πρόγραμμα]]» β. «τετράχρονη [[εκπαίδευση]]»)<br /><b>3.</b> (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε [[τέσσερεις]] χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράχρονο</i><br />[[τετραετία]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετράχρονα</i><br />η τέταρτη [[επέτειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>χρονος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράχρονος Medium diacritics: τετράχρονος Low diacritics: τετράχρονος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: tetráchronos Transliteration B: tetrachronos Transliteration C: tetrachronos Beta Code: tetra/xronos

English (LSJ)

ον,

   A containing four time-units, Heph.3.1, A.D.Pron.35.11; λέξις Anon.Rhythm.Oxy.9 v 11, Eust. 1407.43.

German (Pape)

[Seite 1100] vierzeitig, von viererlei Tempo, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τετράχρονος: -ον, ὁ περιλαμβάνων τέσσαρας χρόνους, Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 14· - χρόνιος, ον, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράχρονος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χρόνους («τετράχρονος πους»)
νεοελλ.
1. ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, τετραετής («τετράχρονο παιδί»)
2. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια (α. «τετράχρονο πρόγραμμα» β. «τετράχρονη εκπαίδευση»)
3. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε τέσσερεις χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας
4. το ουδ. ως ουσ. το τετράχρονο
τετραετία
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχρονα
η τέταρτη επέτειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χρόνος (πρβλ. τρί-χρονος)].