ὁπλιτοδρόμος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(6_18) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁπλῑτοδρόμος''': -ον, ὁ ὁπλιτοδρομῶν, ὁ τὸν ὁπλίτην δίαυλον θέων, [[Πολυδ]]. Γϳ, 151, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 10. 22, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 213. | |lstext='''ὁπλῑτοδρόμος''': -ον, ὁ ὁπλιτοδρομῶν, ὁ τὸν ὁπλίτην δίαυλον θέων, [[Πολυδ]]. Γϳ, 151, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 10. 22, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 213. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁπλιτοδρόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που μετέχει σε [[οπλιτοδρομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁπλίτης]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολυμπιο</i>-[[δρόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A running a race in armour, IG12.531 (dub.), CIG2758iv2, al. (Aphrodisias), Poll.3.151, Sch.Pi.P.10.22, Sch.Ar.Ach.213.
German (Pape)
[Seite 359] in schwerer Waffenrüstung wettlaufend, Schol. Ar. Ach. 213.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλῑτοδρόμος: -ον, ὁ ὁπλιτοδρομῶν, ὁ τὸν ὁπλίτην δίαυλον θέων, Πολυδ. Γϳ, 151, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 10. 22, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 213.
Greek Monolingual
ὁπλιτοδρόμος, -ον (Α)
αυτός που μετέχει σε οπλιτοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ολυμπιο-δρόμος.