πολύκρανος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύκρανος''': -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, [[πολυκέφαλος]], Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176. | |lstext='''πολύκρανος''': -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, [[πολυκέφαλος]], Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à plusieurs têtes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], *κρᾶνον (v. [[κρανίον]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A many-headed, E. Ba.1017 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 665] vielköpfig, δράκων, Eur. Bacch. 1015.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκρανος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, πολυκέφαλος, Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, *κρᾶνον (v. κρανίον).