ῥιζοφοίτητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_18)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥιζοφοίτητος''': -ον, ὁ προερχόμενος ἐκ ῥιζῶν, φλέβες φοίνικος Χαιρήμων παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 5 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Schneidewin ἀναγινώσκει -φίτυτος).
|lstext='''ῥιζοφοίτητος''': -ον, ὁ προερχόμενος ἐκ ῥιζῶν, φλέβες φοίνικος Χαιρήμων παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 5 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Schneidewin ἀναγινώσκει -φίτυτος).
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βγαίνει, που βλαστάνει από τις ρίζες («ῥιζοφοίτητοι φλέβες φοίνικος», Χαιρήμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> [[φοιτητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αερο</i>-<i>φοίτητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοφοίτητος Medium diacritics: ῥιζοφοίτητος Low diacritics: ριζοφοίτητος Capitals: ΡΙΖΟΦΟΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: rhizophoítētos Transliteration B: rhizophoitētos Transliteration C: rizofoititos Beta Code: r(izofoi/thtos

English (LSJ)

ον,

   A coming from a root, φλέβες φοίνικος Chaerem. 39.

German (Pape)

[Seite 843] aus der Wurzel hervorkommend, nach Schneider f. L. statt ῥιζόφυτος, Chaeremon. bei Theophr. H. Pl. 5, 9, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοφοίτητος: -ον, ὁ προερχόμενος ἐκ ῥιζῶν, φλέβες φοίνικος Χαιρήμων παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 5 (ἔνθα ὅμως ὁ Schneidewin ἀναγινώσκει -φίτυτος).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βγαίνει, που βλαστάνει από τις ρίζες («ῥιζοφοίτητοι φλέβες φοίνικος», Χαιρήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φοιτητός (< φοιτῶ), πρβλ. αερο-φοίτητος].