ὑπέρωρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_18)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρωρος''': -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, [[ἔξωρος]], κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ [[ὥριμος]], «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, [[ὑπέρωρος]], μέλαινα, [[κάτοπτος]] Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, [[ὅπερ]] ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 54.
|lstext='''ὑπέρωρος''': -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, [[ἔξωρος]], κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ [[ὥριμος]], «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, [[ὑπέρωρος]], μέλαινα, [[κάτοπτος]] Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, [[ὅπερ]] ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 54.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[υπερώριμος]], παραγινωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἔξ</i>-<i>ωρος</i>, <i>πρό</i>-<i>ωρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρωρος Medium diacritics: ὑπέρωρος Low diacritics: υπέρωρος Capitals: ΥΠΕΡΩΡΟΣ
Transliteration A: hypérōros Transliteration B: hyperōros Transliteration C: yperoros Beta Code: u(pe/rwros

English (LSJ)

ον,

   A over-ripe, Dsc.1.64, Poll.6.54; κάλλος Them.Or.13.165c.

German (Pape)

[Seite 1205] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρωρος: -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, ἔξωρος, κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ ὥριμος, «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, ὑπέρωρος, μέλαινα, κάτοπτος Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» Πολυδ. ϛʹ, 54.

Greek Monolingual

-ον, Α
υπερώριμος, παραγινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἔξ-ωρος, πρό-ωρος].