κοκκοθραύστης: Difference between revisions
From LSJ
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοκκοθραύστης''': -ου, ὁ, ὁ θραύων τοὺς κόκκους, [[εἶδος]] πτηνοῦ, «[[ὄρνις]] ποιὸς» Ἡσύχ. | |lstext='''κοκκοθραύστης''': -ου, ὁ, ὁ θραύων τοὺς κόκκους, [[εἶδος]] πτηνοῦ, «[[ὄρνις]] ποιὸς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α κοκκοθραύοτης)<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών σπιζιδών και περιλαμβάνει διάφορα αγροδίαιτα και δασοδίαιτα είδη, όπως τους σπίνους, τους κριθολόγους, τα φλιτσούνια κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκος]] <span style="color: red;">+</span> [[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, glossed ὄρνις ποιός, perh.
A grosbeak, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1471] ὁ, der Kernbeißer, ein Vogel, Hesych. c
Greek (Liddell-Scott)
κοκκοθραύστης: -ου, ὁ, ὁ θραύων τοὺς κόκκους, εἶδος πτηνοῦ, «ὄρνις ποιὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (Α κοκκοθραύοτης)
ζωολ. γένος πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σπιζιδών και περιλαμβάνει διάφορα αγροδίαιτα και δασοδίαιτα είδη, όπως τους σπίνους, τους κριθολόγους, τα φλιτσούνια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + θραύστης (< θραύω)].