ῥυθμιστής: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_19) |
(36) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥυθμιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ῥυθμίζων, διευθετῶν, Θεοδώρητ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 508. 21. | |lstext='''ῥυθμιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ῥυθμίζων, διευθετῶν, Θεοδώρητ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 508. 21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ῥυθμιστής]], ΝΜΑ [[ῥυθμίζω]]<br />αυτός που ρυθμίζει, που διακανονίζει, που διευθετεί [[κάτι]] (α. «τών πάντων / [[γνώστης]], εσύ [[ρυθμιστής]]», Παλαμ.<br />β. «ὦ δικαστηρίων τηλικοῡτον ῥυθμιστήν», Θεοδώρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην [[εξέλιξη]] μιας κατάστασης, μιας διαδικασίας, μιας ενέργειας, ενός φαινομένου («το μικρό αυτό [[κόμμα]], με τους λίγους βουλευτές του, έγινε [[ρυθμιστής]] της κατάστασης»)<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[διάταξη]] ικανή να διατηρεί πρακτικώς σταθερό ή να μεταβάλλει σύμφωνα με τις προδιαγραφές ένα [[μέγεθος]] μηχανικής ή άλλης λειτουργίας, όπως λ.χ. ταχύτητας, ισχύος, ρεύματος, τάσης, συχνότητας, πίεσης, παροχής<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> ο [[ρυθμιστήρας]]<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] από τη σχετική [[θέση]] του οποίου κανονίζονται οι σχηματισμοί ή και οι μετακινήσεις όλου του στόλου<br /><b>5.</b> ([[ιδίως]] στις ατμομηχανές) [[στρόφιγγα]] ή δικλείδα που κανονίζει τη [[μετάβαση]] του ατμού διά μέσου του ατμαγωγού [[σωλήνα]] στον ατμοσύρτη και [[μέσα]] από αυτόν στον κύλινδρο, αλλ. [[ατμοφράκτης]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ρυθμιστής]] του πολιτεύματος» — ο [[ανώτατος]] [[άρχων]] μιας συντεταγμένης πολιτείας<br />β) «[[ρυθμιστής]] τάσης»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> ηλεκτρική ή ηλεκτρονική [[διάταξη]] η οποία διατηρεί την [[τάση]] μιας ηλεκτρικής πηγής [[μέσα]] σε προκαθορισμένα όρια. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 850] ὁ, der Ordner (?).
Greek (Liddell-Scott)
ῥυθμιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ῥυθμίζων, διευθετῶν, Θεοδώρητ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 508. 21.
Greek Monolingual
ο / ῥυθμιστής, ΝΜΑ ῥυθμίζω
αυτός που ρυθμίζει, που διακανονίζει, που διευθετεί κάτι (α. «τών πάντων / γνώστης, εσύ ρυθμιστής», Παλαμ.
β. «ὦ δικαστηρίων τηλικοῡτον ῥυθμιστήν», Θεοδώρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη μιας κατάστασης, μιας διαδικασίας, μιας ενέργειας, ενός φαινομένου («το μικρό αυτό κόμμα, με τους λίγους βουλευτές του, έγινε ρυθμιστής της κατάστασης»)
2. τεχνολ. διάταξη ικανή να διατηρεί πρακτικώς σταθερό ή να μεταβάλλει σύμφωνα με τις προδιαγραφές ένα μέγεθος μηχανικής ή άλλης λειτουργίας, όπως λ.χ. ταχύτητας, ισχύος, ρεύματος, τάσης, συχνότητας, πίεσης, παροχής
3. στρ. ο ρυθμιστήρας
4. ναυτ. πλοίο από τη σχετική θέση του οποίου κανονίζονται οι σχηματισμοί ή και οι μετακινήσεις όλου του στόλου
5. (ιδίως στις ατμομηχανές) στρόφιγγα ή δικλείδα που κανονίζει τη μετάβαση του ατμού διά μέσου του ατμαγωγού σωλήνα στον ατμοσύρτη και μέσα από αυτόν στον κύλινδρο, αλλ. ατμοφράκτης
6. φρ. α) «ρυθμιστής του πολιτεύματος» — ο ανώτατος άρχων μιας συντεταγμένης πολιτείας
β) «ρυθμιστής τάσης»
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρική ή ηλεκτρονική διάταξη η οποία διατηρεί την τάση μιας ηλεκτρικής πηγής μέσα σε προκαθορισμένα όρια.