κατηχητής: Difference between revisions
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
(6_19) |
(20) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατηχητής''': -οῦ, ὁ, [[διδάσκαλος]], διδάσκων διὰ τοῦ ἤχου, κατὰ τὸν [[ἀρχαῖον]] τρόπον, καθ’ ὃν ὁ [[διδάσκαλος]] τὸ ὑπηγόρευεν, ὁ δὲ μαθητὴς ἐπανελάμβανε μέχρις ὅτου τὸ μάθῃ ἢ τὸ ἀποστηθίσῃ· [[διδάσκαλος]] τῶν Χριστιανικῶν δογμάτων, Ἐκκλ. | |lstext='''κατηχητής''': -οῦ, ὁ, [[διδάσκαλος]], διδάσκων διὰ τοῦ ἤχου, κατὰ τὸν [[ἀρχαῖον]] τρόπον, καθ’ ὃν ὁ [[διδάσκαλος]] τὸ ὑπηγόρευεν, ὁ δὲ μαθητὴς ἐπανελάμβανε μέχρις ὅτου τὸ μάθῃ ἢ τὸ ἀποστηθίσῃ· [[διδάσκαλος]] τῶν Χριστιανικῶν δογμάτων, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. κατηχήτρια (AM [[κατηχητής]]) [[κατηχώ]]<br />ο [[διδάσκαλος]] τών δογμάτων της χριστιανικής πίστεως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο [[δόγμα]] ή σε μυστική [[ενέργεια]] ή [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[συστηματικός]] [[καθοδηγητής]] κάποιου σε μια [[θεωρία]] ή [[δοξασία]], με σκοπό τον προσηλυτισμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[διδάσκαλος]], αυτός που δίδασκε με τον ήχο, [[κατά]] τον αρχαίο τρόπο, [[κατά]] τον οποίο ο διδάσκων υπαγόρευε [[κάτι]] και ο [[μαθητής]] το επαναλάμβανε [[ωσότου]] το μάθει ή το αποστηθίσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1401] ὁ, der unterrichtende Lehrer, nach der ältesten Lehrweise, nach welcher der Lehrer das zu Erlernende so lange mündlich wiederholte, bis der Lehrling es nachsagen konnte; bes. der in den christlichen Glaubenslehren unterrichtet, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κατηχητής: -οῦ, ὁ, διδάσκαλος, διδάσκων διὰ τοῦ ἤχου, κατὰ τὸν ἀρχαῖον τρόπον, καθ’ ὃν ὁ διδάσκαλος τὸ ὑπηγόρευεν, ὁ δὲ μαθητὴς ἐπανελάμβανε μέχρις ὅτου τὸ μάθῃ ἢ τὸ ἀποστηθίσῃ· διδάσκαλος τῶν Χριστιανικῶν δογμάτων, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κατηχήτρια (AM κατηχητής) κατηχώ
ο διδάσκαλος τών δογμάτων της χριστιανικής πίστεως
νεοελλ.
1. αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο δόγμα ή σε μυστική ενέργεια ή εταιρεία
2. συστηματικός καθοδηγητής κάποιου σε μια θεωρία ή δοξασία, με σκοπό τον προσηλυτισμό
αρχ.
διδάσκαλος, αυτός που δίδασκε με τον ήχο, κατά τον αρχαίο τρόπο, κατά τον οποίο ο διδάσκων υπαγόρευε κάτι και ο μαθητής το επαναλάμβανε ωσότου το μάθει ή το αποστηθίσει.