ποδεῖον: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
(6_21) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποδεῖον''': τό, (ποὺς) = πελλαστή, [[ἐνείλημα]] ποδῶν, κοινῶς «ποδοπάνι», Λατ. pedale, ἐν τῷ πληθ., Κριτίας 55, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 4, Θεόφ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 8, κτλ. Ὁ [[τύπος]] πόδειον παρὰ Φωτ. [[εἶναι]] [[πλημμελής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποδεῖα· ἐνειλήματα ποδῶν, [[ἤγουν]] φασκίας». | |lstext='''ποδεῖον''': τό, (ποὺς) = πελλαστή, [[ἐνείλημα]] ποδῶν, κοινῶς «ποδοπάνι», Λατ. pedale, ἐν τῷ πληθ., Κριτίας 55, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 4, Θεόφ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 8, κτλ. Ὁ [[τύπος]] πόδειον παρὰ Φωτ. [[εἶναι]] [[πλημμελής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποδεῖα· ἐνειλήματα ποδῶν, [[ἤγουν]] φασκίας». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πόδειον]], τὸ, Α<br />[[ταινία]] [[γύρω]] από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, (πούς)
A sock or legging, puttee (expld. by εἴλημα τῶν ποδῶν Theognost.Can.128): in pl., CritiasFr.65D., Crates Com.34, IG22.1425.402, Thphr.HP7.13.8, etc.—On the accent, v. Theognost. l.c., Hsch.: written πόδειον in Phot., codd. Thphr.l.c.; ποδέων ζεύγη PCair.Zen.778.5(iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 642] od. πόδειον, τό, auch πόδιον, eine Socke um den Fuß, pedale, Sp.; ὑφαίνεται ἐξ αὐτοῦ καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια, Ath. II, 64 d; Poll. 7, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ποδεῖον: τό, (ποὺς) = πελλαστή, ἐνείλημα ποδῶν, κοινῶς «ποδοπάνι», Λατ. pedale, ἐν τῷ πληθ., Κριτίας 55, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 4, Θεόφ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 8, κτλ. Ὁ τύπος πόδειον παρὰ Φωτ. εἶναι πλημμελής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποδεῖα· ἐνειλήματα ποδῶν, ἤγουν φασκίας».
Greek Monolingual
και πόδειον, τὸ, Α
ταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ειον].