ἀκροατήριον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκροᾱτήριον''': τό, [[μέρος]] πρὸς ἀκρόασιν, Λατ. auditorium, Πράξ. Ἀπ. κε΄, 23: [[αἴθουσα]] πρὸς διδασκαλίαν ἢ ἐκφώνησιν λόγων, Πλούτ. 2. 45F. ΙΙ. τὸ σύνολον τῶν ἀκροατῶν, ὁ αὐτ. Κάτ. Πρεσβ. 22. | |lstext='''ἀκροᾱτήριον''': τό, [[μέρος]] πρὸς ἀκρόασιν, Λατ. auditorium, Πράξ. Ἀπ. κε΄, 23: [[αἴθουσα]] πρὸς διδασκαλίαν ἢ ἐκφώνησιν λόγων, Πλούτ. 2. 45F. ΙΙ. τὸ σύνολον τῶν ἀκροατῶν, ὁ αὐτ. Κάτ. Πρεσβ. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> salle d’audition;<br /><b>2</b> auditoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκροάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A place of audience, Act.Ap.25.23; lecture-room, Ph.1.528 (pl.), Plu.2.45f, etc. II audience, Id.Cat.Ma.22.
German (Pape)
[Seite 82] τό, Hörsaal, Plut. Cat. mai. 22 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροᾱτήριον: τό, μέρος πρὸς ἀκρόασιν, Λατ. auditorium, Πράξ. Ἀπ. κε΄, 23: αἴθουσα πρὸς διδασκαλίαν ἢ ἐκφώνησιν λόγων, Πλούτ. 2. 45F. ΙΙ. τὸ σύνολον τῶν ἀκροατῶν, ὁ αὐτ. Κάτ. Πρεσβ. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 salle d’audition;
2 auditoire.
Étymologie: ἀκροάομαι.