οἶδος: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἶδος''': τό, [[οἴδημα]], «πρήξιμον», παραγόμενον ἐξ ἐσωτερικῆς ἐνεργείας, Νικ. Θ. 188, 237, 426, καὶ [[οὕτως]] ὁ Littré εἰς Ἱππ. π. Κεφαλ. Τρωμ 910, περὶ Ἀγμ. 767.<br />(Ἐντεῦθεν [[οἰδέω]], [[οἰδάνω]], [[οἰδαίνω]], [[οἰδίσκω]], [[οἶδμα]]) | |lstext='''οἶδος''': τό, [[οἴδημα]], «πρήξιμον», παραγόμενον ἐξ ἐσωτερικῆς ἐνεργείας, Νικ. Θ. 188, 237, 426, καὶ [[οὕτως]] ὁ Littré εἰς Ἱππ. π. Κεφαλ. Τρωμ 910, περὶ Ἀγμ. 767.<br />(Ἐντεῦθεν [[οἰδέω]], [[οἰδάνω]], [[οἰδαίνω]], [[οἰδίσκω]], [[οἶδμα]]) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />gonflement, grosseur.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A swelling, tumour, produced by internal action, Hp. Fract.25 (v.l. εἶδος), VC17 (Littré for εἰκός), Nic.Th.188, 237, 426 ; puffiness, Aret.SD1.16.
Greek (Liddell-Scott)
οἶδος: τό, οἴδημα, «πρήξιμον», παραγόμενον ἐξ ἐσωτερικῆς ἐνεργείας, Νικ. Θ. 188, 237, 426, καὶ οὕτως ὁ Littré εἰς Ἱππ. π. Κεφαλ. Τρωμ 910, περὶ Ἀγμ. 767.
(Ἐντεῦθεν οἰδέω, οἰδάνω, οἰδαίνω, οἰδίσκω, οἶδμα)
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
gonflement, grosseur.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.