ἐπιμέλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμέλημα''': τό, τὸ περὶ ὃ ἀσχολεῖταί τις, [[ἀσχόλημα]], ἐν τοῖς καλλίστοις τε καὶ ἀναγκαιοτάτοις ἡγούμενον [[εἶναι]] ἐπιμελήμασι γεωργίαν Ξεν.Οἰκ. 4. 4· ἐπὶ τὰ [[ἔνδον]] ἔργα καὶ ἐπιμελήματα [[αὐτόθι]] 7. 22, 37.
|lstext='''ἐπιμέλημα''': τό, τὸ περὶ ὃ ἀσχολεῖταί τις, [[ἀσχόλημα]], ἐν τοῖς καλλίστοις τε καὶ ἀναγκαιοτάτοις ἡγούμενον [[εἶναι]] ἐπιμελήμασι γεωργίαν Ξεν.Οἰκ. 4. 4· ἐπὶ τὰ [[ἔνδον]] ἔργα καὶ ἐπιμελήματα [[αὐτόθι]] 7. 22, 37.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de soin, affaire, occupation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμέλημα Medium diacritics: ἐπιμέλημα Low diacritics: επιμέλημα Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: epimélēma Transliteration B: epimelēma Transliteration C: epimelima Beta Code: e)pime/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A care, business, in pl., Id.Oec.4.4,7.22,37.

German (Pape)

[Seite 961] τό, das, was man besorgt od. treibt, Geschäft, Studium, Xen. Oec. 4, 4. 7, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμέλημα: τό, τὸ περὶ ὃ ἀσχολεῖταί τις, ἀσχόλημα, ἐν τοῖς καλλίστοις τε καὶ ἀναγκαιοτάτοις ἡγούμενον εἶναι ἐπιμελήμασι γεωργίαν Ξεν.Οἰκ. 4. 4· ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα καὶ ἐπιμελήματα αὐτόθι 7. 22, 37.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de soin, affaire, occupation.
Étymologie: ἐπιμελέομαι.