ἀσχόλημα
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
-ατος, τό, business, engagement, Str.10.3.9 (pl.), Iamb.Protr.21. κβ (pl.); performance of a public function, BGU8ii23 (iii A. D., pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 ocupación, actividad τὰ ἀνθρωπικὰ ἀσχολήματα Str.10.3.9, κωλυσιεργὰ τοῦ φιλοσοφεῖν σαρκὸς ἀσχολήματα ocupaciones carnales que dificultan el filosofar Iambl.Protr.21.
2 tasa, impuesto, POxy.298.14 (I d.C.), νομαρχικὰ ἀσχολήματα impuestos cuya percepción incumbe al nomarca, BGU 2032.7 (II d.C.), SB 5982.5 (II d.C.), BGU 8.2.17, 23 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 382] τό, Beschäftigung, Geschäft, Schol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχόλημα: τό, ἀσχολία, ἐπιτήδευμα, διατριβή, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 182D· ὡσαύτως -ησις, ἡ, Βυζ.
Greek Monolingual
ἀσχόλημα, το (Α) ασχολώ
απασχόληση, ασχολία.