τυφλώψ: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυφλώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ὁ τυφλὸς τοὺς ὦπας, τυφλὸς τοὺς ὀφθαλμούς, [[τυφλός]], καὶ ἔτι που τυφλῶπες ἀπήμαντοι φορέονται, «τυφλῶπες, οἱ καλούμενοι τυφλῖνοι· οἳ καὶ πατούμενοι ἠρεμοῦσιν» (Σχόλ.), Νικ. Θηρ. 492, ἴδε ἐν λέξ. [[τυφλίνης]]. | |lstext='''τυφλώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ὁ τυφλὸς τοὺς ὦπας, τυφλὸς τοὺς ὀφθαλμούς, [[τυφλός]], καὶ ἔτι που τυφλῶπες ἀπήμαντοι φορέονται, «τυφλῶπες, οἱ καλούμενοι τυφλῖνοι· οἳ καὶ πατούμενοι ἠρεμοῦσιν» (Σχόλ.), Νικ. Θηρ. 492, ἴδε ἐν λέξ. [[τυφλίνης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, / [[τυφλώψ]], -ῶπος, ο, ΝΑ, και [[τυφλώψ]], ἡ, Α<br />ο [[τυφλίνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] οφιδίων, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της οικογένειας [[τυφλωπίδες]], στο οποίο ανήκει και ο [[τυφλίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] τυφλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώψ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>στρογγυλ</i>-<i>ώψ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ)
A blind-eyed, blind, v. τυφλίνης.
Greek (Liddell-Scott)
τυφλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ὁ τυφλὸς τοὺς ὦπας, τυφλὸς τοὺς ὀφθαλμούς, τυφλός, καὶ ἔτι που τυφλῶπες ἀπήμαντοι φορέονται, «τυφλῶπες, οἱ καλούμενοι τυφλῖνοι· οἳ καὶ πατούμενοι ἠρεμοῦσιν» (Σχόλ.), Νικ. Θηρ. 492, ἴδε ἐν λέξ. τυφλίνης.
Greek Monolingual
ο, / τυφλώψ, -ῶπος, ο, ΝΑ, και τυφλώψ, ἡ, Α
ο τυφλίνος
νεοελλ.
γένος οφιδίων, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας τυφλωπίδες, στο οποίο ανήκει και ο τυφλίνος
αρχ.
1. τυφλός
2. αυτός που δίνει την εντύπωση τυφλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -ώψ (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. στρογγυλ-ώψ].