ἰσχυροποιέω: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡροποιέω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, [[ἐνισχύω]], τὴν δύναμιν ἰσχυροποιῆσαι τῷ τε πλήθει καὶ ταῖς ἀρεταῖς τῶν ἡγεμόνων Διόδ. 17. 65· ἰσχυροποιῶν... τὰς ἐπικρατείας τὰς Ἀντιγόνου Πολύβ. 28. 17, 7· ἀπολ., ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 427. - Παθ., ὅτε δὲ ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμὸν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 4· τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης Διόδ. 14. 9.
|lstext='''ἰσχῡροποιέω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, [[ἐνισχύω]], τὴν δύναμιν ἰσχυροποιῆσαι τῷ τε πλήθει καὶ ταῖς ἀρεταῖς τῶν ἡγεμόνων Διόδ. 17. 65· ἰσχυροποιῶν... τὰς ἐπικρατείας τὰς Ἀντιγόνου Πολύβ. 28. 17, 7· ἀπολ., ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 427. - Παθ., ὅτε δὲ ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμὸν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 4· τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης Διόδ. 14. 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fortifier.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσχυρός]], [[ποιέω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡροποιέω Medium diacritics: ἰσχυροποιέω Low diacritics: ισχυροποιέω Capitals: ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: ischyropoiéō Transliteration B: ischyropoieō Transliteration C: ischyropoieo Beta Code: i)sxuropoie/w

English (LSJ)

   A strengthen, τὴν δύναμιν D.S.17.65; τὰς ἐπικρατείας τινός Plb.28.20.7; τόπον J.AJ15.8.5; στόμαχον [Gal.]14.752; establish, τὰς διατριβὰς τῶν ῥητορικῶν Phld.Rh.1.192S.:—Med., Onos.21.2:—Pass., ἰσχυροποιεῖται τὰ μέσα Ascl.Tact.10.16; τῆς δυναστείας -ουμένης D.S.14.9, cf. Arr.Epict.2.18.7; of assertions, Vett.Val.333.7; to be valid, ἡ ἀναλογία οὐκ -εῖται S.E.M.1.201.

German (Pape)

[Seite 1273] festmachen, τὴν δύναμιν D. Sic. 17, 65, pass. τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης 14, 9; Plut. plac. philos. 2, 24; auch = mit Gründen bekräftigen, Pol. 28, 17, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡροποιέω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἐνισχύω, τὴν δύναμιν ἰσχυροποιῆσαι τῷ τε πλήθει καὶ ταῖς ἀρεταῖς τῶν ἡγεμόνων Διόδ. 17. 65· ἰσχυροποιῶν... τὰς ἐπικρατείας τὰς Ἀντιγόνου Πολύβ. 28. 17, 7· ἀπολ., ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 427. - Παθ., ὅτε δὲ ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμὸν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 4· τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης Διόδ. 14. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fortifier.
Étymologie: ἰσχυρός, ποιέω.