3,255,243
edits
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἄμμων''': -ωνος, ὁ, ὁ Λιβυκὸς [[Ζεὺς]] [[Ἄμμων]]: λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ ἡ [[λέξις]], Ἡρόδ. 2. 42 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Bähr), Πινδ. Π. 4. 28, κτλ.: - θηλ. ἐπίθ. Ἀμμωνίς, ίδος, = Λιβυκή, Ἀ. [[ἕδρα]], ἡ [[ἕδρα]] τοῦ Ἄμμωνος, ὅ ἐ. ἡ [[Λιβύη]], Εὐρ. Ἄλκ. 114, Ἠλ. 734: - Ὁ Φώτ. ἔχει Ἀμμωνιάς, άδος. | |lstext='''Ἄμμων''': -ωνος, ὁ, ὁ Λιβυκὸς [[Ζεὺς]] [[Ἄμμων]]: λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ ἡ [[λέξις]], Ἡρόδ. 2. 42 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Bähr), Πινδ. Π. 4. 28, κτλ.: - θηλ. ἐπίθ. Ἀμμωνίς, ίδος, = Λιβυκή, Ἀ. [[ἕδρα]], ἡ [[ἕδρα]] τοῦ Ἄμμωνος, ὅ ἐ. ἡ [[Λιβύη]], Εὐρ. Ἄλκ. 114, Ἠλ. 734: - Ὁ Φώτ. ἔχει Ἀμμωνιάς, άδος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωνος (ὁ) :<br />Ammon, <i>n. égyptien de Zeus</i>. | |||
}} | }} |