δημοσιόω: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημοσιόω''': καθιστῶ τι δημόσιον, ὡς τὰ [[δημεύω]], [[δημοσιεύω]], Θουκ. 3. 68· ― ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τοῦ Ager Publicus ἐν Ρώμῃ, μετατρέπομαι εἰς χρῆσιν δημοσίαν, Διον. Ἁλ. 8. 74. ΙΙ. Παθ. [[ὡσαύτως]], εἶμαι κοινῶς [[γνωστός]], εἶμαι ἐγνωσμένος, Πλάτ. Σοφ. 232D, Πλούτ. 2. 507F. | |lstext='''δημοσιόω''': καθιστῶ τι δημόσιον, ὡς τὰ [[δημεύω]], [[δημοσιεύω]], Θουκ. 3. 68· ― ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τοῦ Ager Publicus ἐν Ρώμῃ, μετατρέπομαι εἰς χρῆσιν δημοσίαν, Διον. Ἁλ. 8. 74. ΙΙ. Παθ. [[ὡσαύτως]], εἶμαι κοινῶς [[γνωστός]], εἶμαι ἐγνωσμένος, Πλάτ. Σοφ. 232D, Πλούτ. 2. 507F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> publier;<br /><b>2</b> déclarer propriété de l’État.<br />'''Étymologie:''' [[δημόσιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A confiscate, Th.3.68, Procop.Arc.11:—Pass., of the Ager Publicus at Rome, to be converted to public use, D.H.8.74; also δεδημοσιωμέναι γυναῖκες prostitutes, Plu.2.519e. II publish, D.L.8.55:—usu. Pass., Pl.Sph.232d, Plu.2.507f. 2 register a deed, παρὰ τῷ ἀρχιδικαστῇ Sammelb.4651.6 (iii A. D.):—usu. Pass., BGU50.5 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 564] 1) bekannt machen, veröffentlichen, Plat. Soph. 232 d, Plut. – 2) zum Staatseigenthum machen; γῆν Thuc. 3, 68; confisciren, D. Cass. Uebh. zum öffentlichen Nutzen verwenden, D. Hal. 8, 74.
Greek (Liddell-Scott)
δημοσιόω: καθιστῶ τι δημόσιον, ὡς τὰ δημεύω, δημοσιεύω, Θουκ. 3. 68· ― ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τοῦ Ager Publicus ἐν Ρώμῃ, μετατρέπομαι εἰς χρῆσιν δημοσίαν, Διον. Ἁλ. 8. 74. ΙΙ. Παθ. ὡσαύτως, εἶμαι κοινῶς γνωστός, εἶμαι ἐγνωσμένος, Πλάτ. Σοφ. 232D, Πλούτ. 2. 507F.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 publier;
2 déclarer propriété de l’État.
Étymologie: δημόσιος.