δημοσιόω

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοσιόω Medium diacritics: δημοσιόω Low diacritics: δημοσιόω Capitals: ΔΗΜΟΣΙΟΩ
Transliteration A: dēmosióō Transliteration B: dēmosioō Transliteration C: dimosioo Beta Code: dhmosio/w

English (LSJ)

A confiscate, Th.3.68, Procop.Arc.11:—Pass., of the Ager Publicus at Rome, to be converted to public use, D.H.8.74; also δεδημοσιωμέναι γυναῖκες = prostitutes, Plu.2.519e.
II publish, D.L.8.55:—usu. Pass., Pl.Sph.232d, Plu.2.507f.
2 register a deed, παρὰ τῷ ἀρχιδικαστῇ Sammelb.4651.6 (iii A. D.):—usu. Pass., BGU50.5 (ii A. D.), etc.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): el. δαμοσιόω Schwyzer 424 (Olimpia IV a.C.)
• Morfología: [pres. opt. 3a sg. δαμοσιοία Schwyzer 424.4 (Olimpia IV a.C.), inf. δαμοσιῶμεν Schwyzer 424.3 (Olimpia IV a.C.)]
I 1confiscar, incautarse de bienes particulares τὴν γῆν Th.3.68, τὰ χρήματα Schwyzer ll.cc., τὰς οὐσίας I.Vit.370, τῶν ἱερῶν ... τὰς οὐσίας Procop.Arc.11.20, τὸν τόπον ... ἐδημοσίωσε καὶ τῷ Ἀπόλλωνι ἱέρωσεν D.C.49.15.5, en v. pas. δημοσιωθέντα (κτήματα) D.H.8.74, αἱ πλεῖσται ... οὐσίαι ἐδημοσιοῦντο D.C.58.16.1.
2 en v. med.-pas. hacerse público, prostituirse κοιναὶ καὶ δεδημοσιωμέναι γυναῖκες Plu.2.519e.
II 1dar a conocer públicamente, hacer de dominio público, publicar por escrito τὰ βιβλία I.Vit.363, αὐτὸς διὰ τῆς ποιήσεως ἐδημοσίωσεν αὐτά (saberes filosóficos), D.L.8.55, en v. pas., de argumentos o saberes, Pl.Sph.232d, de deliberaciones secretas τὸ γὰρ ἀπόρρητον ... δεδημοσιωμένον Plu.2.507e, ταύτης μου τῆς ἐπιστολῆς ἀντίγραφα ... δημοσιωθῆναι εὐδήλοις γράμμασιν ... ὡς μηδένα ἀγνοῆσαι τὰ διηγορευμένα POxy.2705.10 (III d.C.).
2 admin. hacer público, dar carácter oficial, oficializar un documento privado mediante su tramitación a través de alguna instancia oficial κύρια τὰ γράμματα τρισσὰ γραφέντα ἅπερ ... δημοσιώσεις διὰ τοῦ καταλογείου PYoutie 67.43 (III d.C.), ἐδημοσίωσα τὸ δη[λού] μενον χειρόγραφον PSI 1328.52 (III d.C.)
en v. pas. ἐδημοσιώθη διὰ τοῦ ἀρχιδικαστοῦ τὸ γράμμα POxy.2563.39 (II d.C.), κατὰ χειρόγραφον δεδημοσιωμένον BGU 50.5 (II d.C.), cf. PMich.614.35 (III d.C.), (ὠνῆς) δημοσιωθείσης ὑπ' ἐμοῦ ... διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καταλογείου PYoutie 73.10 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 564] 1) bekannt machen, veröffentlichen, Plat. Soph. 232 d, Plut. – 2) zum Staatseigentum machen; γῆν Thuc. 3, 68; confisciren, D. Cass. Übh. zum öffentlichen Nutzen verwenden, D. Hal. 8, 74.

French (Bailly abrégé)

δημοσιῶ :
1 publier;
2 déclarer propriété de l'État.
Étymologie: δημόσιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοσιόω [δημόσιος] confisqueren. publiekelijk bekend maken, publiceren.

Russian (Dvoretsky)

δημοσιόω:
1 делать или объявлять общественной или государственной собственностью (γῆν Thuc.): κοινὸς καὶ δεδημοσιωμένος Plut. общедоступный, публичный;
2 объявлять ко всеобщему сведению, обнародовать (δεδημοσιωμένα γεγραμμένα Plat.);
3 разглашать (τὸ ἀπόρρητον δεδημοσιωμένον Plut.).

Greek Monotonic

δημοσιόω: μέλ. -ώσω,
I. κατάσχω, δημεύω, όπως το δημοσιεύω, σε Θουκ.
II. Παθ., δημοσιεύομαι, κοινολογούμαι, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσιόω: καθιστῶ τι δημόσιον, ὡς τὰ δημεύω, δημοσιεύω, Θουκ. 3. 68· ― ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τοῦ Ager Publicus ἐν Ρώμῃ, μετατρέπομαι εἰς χρῆσιν δημοσίαν, Διον. Ἁλ. 8. 74. ΙΙ. Παθ. ὡσαύτως, εἶμαι κοινῶς γνωστός, εἶμαι ἐγνωσμένος, Πλάτ. Σοφ. 232D, Πλούτ. 2. 507F.

Middle Liddell

I. to confiscate, like δημοσιεύω, Thuc.
II. Pass. to be published, Plat.

Lexicon Thucydideum

publicare, to make public, 3.68.3.

Translations

prostitute (oneself)

Antillean Creole: fè bòbò, fè fimèl-kòch, fè manawa, fè manawa, fè matabwa, ay Karénaj; Arabic: دَعِرَ, بَغَى; Catalan: prostituir-se; Chinese Mandarin: 賣淫, 卖淫, 賣春, 卖春; Danish: prostituere, prostituere sig; Finnish: myydä itseään, myydä seksiä, huorata; French: se prostituer; Galician: prostituírse; German: sich prostituieren, anschaffen; Greek: βγαίνω στην πιάτσα, βγαίνω στο κλαρί, βγαίνω στο κουρμπέτι, βγαίνω στο πεζοδρόμιο, εκδίδομαι, εκπορνεύομαι, πορνεύομαι; Ancient Greek: ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι, δημοσιόω, ἐκπορνεύομαι, ἐνασελγέω, ἐξεταιρέω, ἐργάζομαι τῷ σώματι μισθαρνοῦσα, ἑταιρεύομαι, ἑταιρέω, ἑταιρίζω, καπηλεύω, κασωρεύω, μαχλάω, πορνεύομαι, προΐσταμαι, προΐστασθαι, προσεταιρίζομαι, σώματι ἐργάζομαι, τελωνοῦμαι, χαμαιτυπέω, χαμαιτυπῶ, χοιροπωλέω, χοιροπωλῶ; Hungarian: prostituál; Ingrian: hooriissa, bläättiä; Italian: prostituirsi, battere il marciapiede, battere; Latvian: prostituēties; Macedonian: се проституира, се курва; Norwegian: prostituere; Persian: روسپی‌گری, تن‌فروشی, فاحشه‌گی; Polish: prostytuować się, sprostytuować się; Portuguese: prostituir-se; Romanian: se prostitua; Russian: заниматься проституцией; Spanish: prostituirse; Swahili: ukahaba; Swedish: prostituera