Κυπρογενής: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(Bailly1_3)
(sl1)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />né à Chypre.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρος]], [[γίγνομαι]].
|btext=ής, ές :<br />né à Chypre.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρος]], [[γίγνομαι]].
}}
{{Slater
|sltr=[[Κυπρογενής]],-γένεια</b> pro subs.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>the Cyprusborn, [[Aphrodite]]. [[πότνια]] δ' ὀξυτάτων βελέων [[Κυπρογένεια]] (P. 4.216) σὺν Κυπρογενεῖ (O. 10.105)
}}
}}

Revision as of 12:20, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυπρογενής Medium diacritics: Κυπρογενής Low diacritics: Κυπρογενής Capitals: ΚΥΠΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Kyprogenḗs Transliteration B: Kyprogenēs Transliteration C: Kyprogenis Beta Code: *kuprogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι)

   A Cyprus-born, K. Κυθέρεια h.Hom.10.1: standing alone, Hes.Th.199 (acc. -γενέα (prob.)), Sol.26, Pi.O. 10(11).105, etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Κ. Ἀφροδίτη Ar.Lys.551; K. θεά Panyas.13.3: abs., Pi.P.4.216, Plu.Art.28:—Aeol. Κυπρογένηα Sapph.Supp.14.8, Alc.60, Theoc.30.31.

Greek (Liddell-Scott)

Κυπρογενής: -ες, (γενέσθαι) ἐν Κύπρῳ γεννηθείς, ἐπίθετ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 9, Σόλων 2. 1, Πίνδ., κλ.˙ ― θηλ. Κυπρογένεια, ἡ, ἐν Κύπρῳ γεννηθεῖσα, Κ. Ἀφροδίτη Ἀριστοφ. Λυσ. 551˙ Κ. θεὰ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. 36D˙ ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 384, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28˙ Κυπρογενέα, μετὰ συνιζήσεως τοῦ -έα, Ἡσ. Θ. 199.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né à Chypre.
Étymologie: Κύπρος, γίγνομαι.

English (Slater)

Κυπρογενής,-γένεια pro subs.,
   1the Cyprusborn, Aphrodite. πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια (P. 4.216) σὺν Κυπρογενεῖ (O. 10.105)