κυβευτήριον: Difference between revisions
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />maison de jeu.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]]. | |btext=ου (τό) :<br />maison de jeu.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυβευτήριον]], τὸ (Α) [[κυβεύω]]<br />[[τόπος]] όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A gambling-house, Plu.2.621b, Poll.7.203, D.C. 65.2.
German (Pape)
[Seite 1522] τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus, Plut. Symp. 1, 4, 3; neben καπηλεῖα genannt, D. Cass. 65, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβευτήριον: τό, «τόπος ἐστὶ τὸ κυβευτήριον εἰς ὃν συνερχόμενοι κυβεύουσιν» (Λεξιλ. Ρητ.) Πλουτ. 2. 621Β, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κυβεύω.
Greek Monolingual
κυβευτήριον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.).