μελίκρητον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[μελίκρατον]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[μελίκρατον]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[κεράννῦμι]]): honeymixture, [[honey]]-[[drink]], a [[potion]] compounded of [[milk]] and [[honey]] [[for]] [[libation]] to the shades of the [[nether]] [[world]], Od. 10.519, Od. 11.27.
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

μελίκρητον: Ἀττ. -κρᾱτον, τό, (√ΚΡΑ, κεράννυμι), κρᾶμα ἐκ μέλιτος καὶ γάλακτος προσφερόμενον ὡς σπονδὴ εἰς τοὺς καταχθονίους θεούς, χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσιν πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέϊ οἴνῳ Ὀδ. Κ. 519· μελίκρατα γάλακτος, προσδιορίζεται διὰ τῆς λέξ. γάλακτος παρ’ Εὐρ. Ὀρ. 115, ἐπειδὴ κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους μελίκρατον ἐσήμαινε κρᾶμα μέλιτος καὶ ὕδατος, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Ἀριστ. Μετά τὰ Φυσ. 13, 6, 1, Σοφ. Ο. Κ. 481. - Εὑρίσκομεν ὡσαύτως τὴν κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. μελίκρᾱτι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μελίκρᾱς) ἐν Α. Β. 1226, ἴδε Λοβ. Παραλ. 224.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μελίκρατον.

English (Autenrieth)

(κεράννῦμι): honeymixture, honey-drink, a potion compounded of milk and honey for libation to the shades of the nether world, Od. 10.519, Od. 11.27.