καταμβλύνω: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao. Pass.</i> κατημβλύνθην;<br />émousser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμβλύνω]].
|btext=<i>ao. Pass.</i> κατημβλύνθην;<br />émousser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμβλύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταμβλύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] απολύτως αμβλύ ή ασθενές, [[στομώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιφέρω]] [[κατάπτωση]] τών δυνάμεων, [[προκαλώ]] [[αθυμία]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμβλύνω Medium diacritics: καταμβλύνω Low diacritics: καταμβλύνω Capitals: ΚΑΤΑΜΒΛΥΝΩ
Transliteration A: katamblýnō Transliteration B: katamblynō Transliteration C: katamvlyno Beta Code: katamblu/nw

English (LSJ)

   A blunt, dull, κατημβλύνθη κέντρον AP5.219 (Agath.): metaph., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ S.OT688.

German (Pape)

[Seite 1363] abstumpfen; κατημβλύνθη κέντρον Agath. 15 (V, 220); übertr., κέαρ Soph. O. R. 688, Schol. ἐκλύω, ἄθυμον ποιῶ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμβλύνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη κέντρον Ἀνθ. Π. 5. 220˙ μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. κατημβλύνθην;
émousser.
Étymologie: κατά, ἀμβλύνω.

Greek Monolingual

καταμβλύνω (Α)
1. κάνω κάτι απολύτως αμβλύ ή ασθενές, στομώνω
2. μτφ. επιφέρω κατάπτωση τών δυνάμεων, προκαλώ αθυμία.