προϋποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=jeter d’abord comme fondement ; <i>Pass.</i> être d’abord posé comme fondement;<br /><i><b>Moy.</b></i> προϋποβάλλομαι jeter d’abord comme fondement pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑποβάλλω]].
|btext=jeter d’abord comme fondement ; <i>Pass.</i> être d’abord posé comme fondement;<br /><i><b>Moy.</b></i> προϋποβάλλομαι jeter d’abord comme fondement pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑποβάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[υποβάλλω]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>προϋποβάλλομαι</i><br />[[τοποθετώ]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]] ως [[βάση]], ως [[θεμέλιο]] («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ [[κάρφη]] προϋποβάλλονται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν [[[ἱστορία]]] προϋπῆρχε καὶ προϋπεβέβλητο», Λουκ.).
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋποβάλλω Medium diacritics: προϋποβάλλω Low diacritics: προϋποβάλλω Capitals: ΠΡΟΫΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: proüpobállō Transliteration B: proupoballō Transliteration C: proypovallo Beta Code: prou+poba/llw

English (LSJ)

   A put under first, Gal.11.138,18(2).568:—Med., put under as a foundation, Plu.2.966d, Them.in de An.49.6, al.:—Pass., to be prepared or ready as material, Luc.Hist.Conscr.51.

German (Pape)

[Seite 795] (s. βάλλω), vorher unterlegen, als Grundlage; Themist.; Luc. hist. conscrib. 51; auch med., Plut. sol. an. 10.

Greek (Liddell-Scott)

προϋποβάλλω: ὑποβάλλω ὡς θεμέλιον, Πλούτ. 2. 966D, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. ― Παθητ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι ὡς ὑλικὸν πρὸς συγγραφήν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51.

French (Bailly abrégé)

jeter d’abord comme fondement ; Pass. être d’abord posé comme fondement;
Moy. προϋποβάλλομαι jeter d’abord comme fondement pour soi.
Étymologie: πρό, ὑποβάλλω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
υποβάλλω προηγουμένως κάτι
αρχ.
1. μέσ. προϋποβάλλομαι
τοποθετώ προηγουμένως κάτι ως βάση, ως θεμέλιο («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ κάρφη προϋποβάλλονται», Πλούτ.)
2. παθ. προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν [[[ἱστορία]]] προϋπῆρχε καὶ προϋπεβέβλητο», Λουκ.).