κεφαλαλγής: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui a mal à la tête;<br /><b>2</b> qui fait mal à la tête.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλή]], [[ἄλγος]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui a mal à la tête;<br /><b>2</b> qui fait mal à la tête.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλή]], [[ἄλγος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεφαλαλγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γονυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>οσφυ</i>-<i>αλγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A suffering from headache, Plu.2.147f, Ruf. ap. Orib.7.26.129, 143. II Act., causing headache, X.An.2.3.15, Thphr.HP8.4.6, Diph.Siph. ap. Ath.2.54a, Ph.1.390, 2.99, Plu.2.133c, Gal.17(2).818, etc. (-αλγός is a common f.l.).
German (Pape)
[Seite 1427] ές, 1) an Kopfschmerz leidend; Medic.; S. Emp. pyrrh. 2, 52. – 2) akt., Kopfschmerz verursachend; Xen. An. 2, 3, 15; Diphil. bei Ath. II, 54 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαλγής: -ές, ὁ πάσχων ἐκ κεφαλαλγίας, Πλούτ. 2. 147F, καὶ Ἰατρ. ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν κεφαλαλγίαν, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ κεφαλαλγὸς ἐν Πλουτ. 2. 133C, Ροῦφ. σελ. 51, 59 Matth.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui a mal à la tête;
2 qui fait mal à la tête.
Étymologie: κεφαλή, ἄλγος.
Greek Monolingual
κεφαλαλγής, -ές (Α)
1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + -αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυ-αλγής, οσφυ-αλγής].