μελισσοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui nourrit des abeilles.<br />'''Étymologie:''' [[μέλισσα]], [[τρέφω]].
|btext=ος, ον :<br />qui nourrit des abeilles.<br />'''Étymologie:''' [[μέλισσα]], [[τρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μελισσοτρόφος]] και αττ. τ. [[μελιττοτρόφος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[μελισσοτρόφος]]<br />αυτός που εκτρέφει μέλισσες, [[μελισσοκόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που τρέφει [[πολλά]] μελίσσια, που παράγει πολύ [[μέλι]] («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοτρόφος Medium diacritics: μελισσοτρόφος Low diacritics: μελισσοτρόφος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: melissotróphos Transliteration B: melissotrophos Transliteration C: melissotrofos Beta Code: melissotro/fos

English (LSJ)

Att. μελιττ-, ον,

   A feeding bees, Σαλαμίς E.Tr.799 (lyr.); χώρα J.BJ4.8.3.

German (Pape)

[Seite 124] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; Σαλαμίς, Eur. Troad. 794; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοτρόφος: Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, Σαλαμὶς Εὐρ. Τρῳ. 795˙ μ. ἡ χώρα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des abeilles.
Étymologie: μέλισσα, τρέφω.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος
αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].