ἀγκοίνη: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἄγκοινα]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἄγκοινα]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[bent]] [[arm]]; ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύειν, ‘to [[rest]] in [[one]]'s [[embrace]].’
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 August 2017

German (Pape)

[Seite 15] ἡ, = ἀγκάλη (ἀγκών), Hom. nur plur., dreimal, ἐν ἀγκοίνῃσι Διός, in Zeus Armen, ἰαύειν Il. 14, 213 Od. 11, 261, μιγεῖσα 11, 268; ἐκλίνθη Theocr. 3, 44; λίνοιο Opp. Hal. 3, 34; χθονός, der Erde Schooß, Jul. Aeg. 65 (VII, 562). Vgl. noch Apoll. Lex. H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκοίνη: ἡ, (ἄγκος), ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀγκάλη, ἀγκών, κεκαμμένος βραχίων, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. Ζηνός... ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις, Ἰλ. Ξ. 213, Ὀδ. Λ. 261 κτλ. ΙΙ. μεταφ., πᾶν ὅ,τι στενῶς περιβάλλει τι, ἐν χθονὸς ἀγκοίναις... μητριάσιν, Ἀνθ. Π. 9, 398, Ὀππ. Ἁλ. 3. 34.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἄγκοινα.

English (Autenrieth)

bent arm; ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύειν, ‘to rest in one's embrace.’