μυέλινος: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />tendre comme la moelle.<br />'''Étymologie:''' [[μυελός]]. | |btext=η, ον :<br />tendre comme la moelle.<br />'''Étymologie:''' [[μυελός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μυέλινος]], -η, -ον) [[μυελός]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον μυελό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μυέλινο [[ιστίο]]» — μέρη λευκής ουσίας της παρεγκεφαλίδας<br />β) «μυέλινη [[ταινία]]» — λεπτή [[δεσμίδα]] νευρικής ουσίας στη ραχιαία [[επιφάνεια]] του οπτικού θαλάμου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A soft as marrow, fat, πυγή AP12.37 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 213] von Mark, markig, πυγή, Diosc. 1 (XII, 37).
Greek (Liddell-Scott)
μυέλῐνος: -η, -ον, ἐκ μυελοῦ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 12. 37.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
tendre comme la moelle.
Étymologie: μυελός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μυέλινος, -η, -ον) μυελός
1. αυτός που αναφέρεται στον μυελό
2. μτφ. τρυφερός, απαλός
νεοελλ.
φρ. α) «μυέλινο ιστίο» — μέρη λευκής ουσίας της παρεγκεφαλίδας
β) «μυέλινη ταινία» — λεπτή δεσμίδα νευρικής ουσίας στη ραχιαία επιφάνεια του οπτικού θαλάμου.