μυέλινος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
η, ον, soft as marrow, fat, πυγή AP12.37 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 213] von Mark, markig, πυγή, Diosc. 1 (XII, 37).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
tendre comme la moelle.
Étymologie: μυελός.
Russian (Dvoretsky)
μῡέλῐνος: мягкий как мозг, нежный (πυγή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μυέλῐνος: -η, -ον, ἐκ μυελοῦ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 12. 37.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μυέλινος, -η, -ον) μυελός
1. αυτός που αναφέρεται στον μυελό
2. μτφ. τρυφερός, απαλός
νεοελλ.
φρ. α) «μυέλινο ιστίο» — μέρη λευκής ουσίας της παρεγκεφαλίδας
β) «μυέλινη ταινία» — λεπτή δεσμίδα νευρικής ουσίας στη ραχιαία επιφάνεια του οπτικού θαλάμου.
Greek Monotonic
μυέλῐνος: -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μυελό· το επόμ., σε Ανθ.