εὐκατάλλακτος: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à apaiser.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καταλλάσσω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à apaiser.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καταλλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκατάλλακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατ</i>-<i>αλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[αλλάσσω]] «[[συμφιλιώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακατ</i>-<i>άλλακτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>κατ</i>-<i>άλλακτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily appeased, placable, opp. μνησίκακος, Arist.Rh.1381b5, cf. Vit.Philonid.p.3C., LXX 3 Ma.5.13. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινας Sch.S.Aj.1345.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλατόμενος, καταπραϋνόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 17. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1344.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à apaiser.
Étymologie: εὖ, καταλλάσσω.
Greek Monolingual
εὐκατάλλακτος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-αλλακτος (< κατ-αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατ-άλλακτος, δυσ-κατ-άλλακτος].