πελαγικός: Difference between revisions

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[πέλαγος]].
|btext=ή, όν :<br />de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[πέλαγος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πελαγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πέλαγος]]<br />[[πελάγιος]], [[πελαγήσιος]], του πελάγους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πελαγικά ιζήματα»<br /><b>γεωλ.</b> αποθέσεις στον πυθμένα της ανοιχτής θάλασσας που αποτελούνται [[κυρίως]] από υλικά προερχόμενα από θαλάσσιες οργανικές ή ανόργανες καθιζήσεις, με ελάχιστη [[παρουσία]] ή και πλήρη [[έλλειψη]] σωματιδίων προερχόμενων από χερσαία [[διάβρωση]]<br />β) «πελαγική [[ζώνη]]» — οικολογική [[υποδιαίρεση]] που περιλαμβάνει [[ολόκληρο]] τον ωκεάνιο υδάτινο όγκο.
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγικός Medium diacritics: πελαγικός Low diacritics: πελαγικός Capitals: ΠΕΛΑΓΙΚΟΣ
Transliteration A: pelagikós Transliteration B: pelagikos Transliteration C: pelagikos Beta Code: pelagiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = sq.,

   A θεοί Plu.2.685f.

German (Pape)

[Seite 548] das Meer liebend, sich darauf aufhaltend, übh. = Folgdm. Bei Plut. Symp. 5 E. ist v. l. πελασγικοὶ θεοί.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la mer.
Étymologie: πέλαγος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πελαγικός, -ή, -όν, ΝΑ πέλαγος
πελάγιος, πελαγήσιος, του πελάγους
νεοελλ.
φρ. α) «πελαγικά ιζήματα»
γεωλ. αποθέσεις στον πυθμένα της ανοιχτής θάλασσας που αποτελούνται κυρίως από υλικά προερχόμενα από θαλάσσιες οργανικές ή ανόργανες καθιζήσεις, με ελάχιστη παρουσία ή και πλήρη έλλειψη σωματιδίων προερχόμενων από χερσαία διάβρωση
β) «πελαγική ζώνη» — οικολογική υποδιαίρεση που περιλαμβάνει ολόκληρο τον ωκεάνιο υδάτινο όγκο.