τερατοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui observe et explique les prodiges ; ὁ [[τερατοσκόπος]] devin.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], [[σκοπέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui observe et explique les prodiges ; ὁ [[τερατοσκόπος]] devin.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], [[σκοπέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[τερασκόπος]] Α<br />(στην [[αρχαιότητα]]) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά [[σημεία]] και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, [[μάντης]] («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτοσκόπος Medium diacritics: τερατοσκόπος Low diacritics: τερατοσκόπος Capitals: ΤΕΡΑΤΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: teratoskópos Transliteration B: teratoskopos Transliteration C: teratoskopos Beta Code: teratosko/pos

English (LSJ)

ὁ,

   A observer of τέρατα, soothsayer, diviner, Pl.Lg.933c, 933e, Arist.Fr.75, LXX De.18.11: cf. τερασκόπος.

German (Pape)

[Seite 1093] wunderbare od. widernatürliche Zeichen od. Erscheinungen beobachtend u. deutend; ἢ μάντις, Plat. Legg. XI, 933 c; Sp.; vom röm. Haruspex, Plut. Sull. 7.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτοσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν τέρατα, δηλ. τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ σημεῖα, μάντις, προφήτης, Πλάτ. Νόμ. 933C, Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 65, πρβλ. τερασκόπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe et explique les prodiges ; ὁ τερατοσκόπος devin.
Étymologie: τέρας, σκοπέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α
(στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκόπος].