νήριτος: Difference between revisions

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[νήριθμος]];<br /><b>2</b> immense.<br />'''Étymologie:''' νη-, ἄρω.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[νήριθμος]];<br /><b>2</b> immense.<br />'''Étymologie:''' νη-, ἄρω.
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[εἰκοσινήριτος]].
}}
}}

Revision as of 15:33, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήρῐτος Medium diacritics: νήριτος Low diacritics: νήριτος Capitals: ΝΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: nḗritos Transliteration B: nēritos Transliteration C: niritos Beta Code: nh/ritos

English (LSJ)

ον,

   A = νήριθμος, countless, immense, ν. ὕλη Hes.Op.511: hence as pr. n. of mountain in Ithaca, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Il.2.632, Od.9.22; ν. ταύρων ἴχνια A.R.3.1288.

German (Pape)

[Seite 254] wie νήριστος, 1) unbestritten, gewiß (?). – 2) = νήριθμος, unzählig; ὕλη, Hes. O. 513; νήριτα ταύρων ἴχνια μαστεύων, Ap. Rh. 3, 1288, vgl. 4, 158. Vgl. auch Jacobs Anth. Pal. p. 375.

Greek (Liddell-Scott)

νήριτος: «ὁ νηρίτης, ὅ ἐστι κογχύλιον κοχλιῶδες ποικίλον» Ἡσύχ.
νήρῐτος, ον, = νήριθμος, ἀναρίθμητος, ἄπειρος, ν. ὕλη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509 (ἐντεῦθεν τὸ ὄρος τῆς Ἰθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Ἰλ. Β. 632, Ὀδ. Ι. 22)· ν. ἴχνια Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 375· - Ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς γραμματ., νηρῐτόμῡθος, νηρῐτόφυλλος, ἀντὶ πολύμυθος, πολύφυλλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 c. νήριθμος;
2 immense.
Étymologie: νη-, ἄρω.

English (Autenrieth)

see εἰκοσινήριτος.