συνουσία: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(Bailly1_5) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> existence en commun, <i>d’où</i><br /><b>1</b> relations habituelles, fréquentation, société ; ἡ [[τοῦ]] θείου [[συνουσία]] PLAT la fréquentation de la divinité ; ἡ πρὸς Σωκράτην [[συνουσία]] XÉN la fréquentation de Socrate ; <i>fig.</i> νόσου [[συνουσία]] SOPH l’habitude de la maladie, <i>litt.</i> le commerce habituel avec la maladie ; fréquentation d’un maître;<br /><b>2</b> commerce intime, union;<br /><b>II.</b> réunion, société, compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰμί]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> existence en commun, <i>d’où</i><br /><b>1</b> relations habituelles, fréquentation, société ; ἡ [[τοῦ]] θείου [[συνουσία]] PLAT la fréquentation de la divinité ; ἡ πρὸς Σωκράτην [[συνουσία]] XÉN la fréquentation de Socrate ; <i>fig.</i> νόσου [[συνουσία]] SOPH l’habitude de la maladie, <i>litt.</i> le commerce habituel avec la maladie ; fréquentation d’un maître;<br /><b>2</b> commerce intime, union;<br /><b>II.</b> réunion, société, compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰμί]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[cohabitación]], [[relación sexual]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ: (συνών, συνοῦσα part. of σύνειμι):—
A being with or together, esp. for purposes of feasting or conversing, social intercourse, society, Hdt.6.128, A.Eu.285, S.OC647, etc.; κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Ar.Nu.649; σ. τινός intercourse with one, σοφοὶ τύραννοι τῶν σοφῶν ξυνουσίᾳ S.Fr.14; γυναικῶν σ. (with a play on signf. 4) Ar. Ec.110 = Trag.Adesp.51; ἡ τοῦ θείου σ. communion with . ., Pl.Phd. 83e; τῆς νόσου ξυνουσίᾳ by long intercourse with it, S.Ph.520; προϊούσης τῆς σ. as the conversation goes on, Pl.Tht.150d; σ. ποιεῖσθαι hold conversation together, Id.Sph.217e, Smp.176e, al.; τὴν σ. διαλῦσαι Id.La.201c: pl., Isoc.4.45, Pl.Phd.111b, al.; ξυνουσίαι θηρῶν, = οἱ ξυνόντες θῆρες, S.Ph.936. 2 οὐ λόγοις... ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ but by habitual association, constant resort, Id.OC 63. 3 intercourse with a teacher, attendance at his teaching, μισθὸς τῆς σ. X.Mem.1.2.60, cf. 6.11; ἡ πρὸς Σωκράτην σ. αὐτοῖν their intercourse with him, ib.1.2.13; ἡ περὶ γράμματα σ. τῶν μανθανόντων Pl.Plt.285c; ἡ σὴ σ. intercourse with you, Id.Prt. 318a. 4 sexual intercourse, Democr.32, Pl.Lg.838a, X.Cyr.6.1.31 (v.l.), Epicur.Fr.62, etc.; ἡ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς σ. Pl.Smp.206c (interpol.); ἀνδρῶν X.Oec.9.11; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας σ. Arist.Pol.1269b27; ἡ τῶν ἀφροδισίων σ. Pl.Smp.192c; ἡ τῆς παιδογονίας Id.Lg.838e; of animals, copulation, Arist.HA630b35, al.; cf. σύνειμι (εἰμί sum) 11.2. II in concrete sense, a society, company, party, Hdt.2.78 (pl.), Pl.Smp.173a, Lg.672a; ἡ ἐν οἴνῳ σ., = συμπόσιον, Id.Lg.652a; αἱ ἐν τοῖς πότοις σ. Isoc.1.32; πότοι καὶ σ. Id.15.286; αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι literary parties, conversazioni, Ar.Th.21; εἰς τὰς σ. . . παραλαμβάνουσι τὴν μουσικήν Arist.Pol.1339b22.
Greek (Liddell-Scott)
συνουσία: Ἰων. -ίη, ἡ· (συνών, συνοῦσα μετοχ. τοῦ σύνειμι)· ― τὸ εἶναι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μάλιστα χάρις εὐωχίας ἢ συνομιλίας, συναναστροφή, σχέσις, κοινωνία, συνομιλία, Ἡρόδ. 6. 128, Αἰσχύλ. Εὐμ. 285, Σοφ. Ο. Κ. 648, κτλ.· κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Ἀριστοφ. Νεφ. 649· σ. τινός, συναναστροφὴ μετά τινος, σοφοὶ τύραννοι τῶν σοφῶν ξυνουσίᾳ Σοφ. Ἀποσπ. 12, πρβλ. Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 289· γυναικῶν σ. (μετὰ παλαιᾶς ἐπὶ τῆς σημ. 4), ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 110· ἡ τοῦ θεοῦ σ., κοινωνία μετὰ τοῦ…, Πλάτ. Φαίδων 83D· ἡ σὴ ξ., ἡ μετὰ σοῦ σχέσις, συναναστροφή, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 318Α· ἡ τῶν καλῶν σ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 838Α, κτλ. κτλ.· οὕτω, τῆς νόσου ξυνουσία, ἕνεκα μακρᾶς μετὰ τῆς νόσου σχέσεως, Σοφ. Φιλ. 520· ὡσαύτως, ἡ πρὸς Σωκράτην σ. αὐτοῖν, ἡ σχέσις, ἡ συναναστροφὴ αὐτῶν μετὰ τοῦ Σωκράτους, Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2. 13· προϊούσης τῆς ξ., καθὼς ἡ συνομιλία προέβαινε, Πλάτ. Θεαίτ. 150D· σ. ποιεῖσθαι, ἔχειν συνομιλίαν, συναναστροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 217D, Συμπ. 176Ε, κ. ἀλλ.· σ. συγγενέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672D· τὴν σ. διαλῦσοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 201C· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἀποσπ. 325, Ἰσοκρ 49Ε, συχν. παρὰ Πλάτ.· ξυνουσίαι θηρῶν, = οἱ ξυνόντες θῆρες, Σοφ. Φιλ. 936. 2) οὐ λόγος..., ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ, διὰ συνεχοῦς συναναστροφῆς, σχέσεως, Σοφ. Ο. Κ. 63. 3) ἀκρόασις τῶν μαθημάτων διδασκάλου, μισθὸς τῆς σ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 60, πρβλ. 6. 11· ἡ περὶ γράμματα σ. τῶν μανθανόντων Πλάτ. Πολιτικ. 285C 4) σαρκικὴ μῖξις, Λατ. coïtus, διάφορ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31, κτλ.· ἡ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ξ. Πλάτ. Συμπ. 206Ε· ἀνδρῶν Ξεν. Οἰκ. 9, 11· ἡ πρός τινα σ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 7· ἡ τῶν ἀφροδισίων σ. Πλάτ. Συμπ. 206C· ἡ τῆς παιδογονίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 838Ε· ― ἐπὶ ζῴων, ζευγάρωμα, ὀχεία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. σύνειμι ΙΙ. 2. ΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, «συναναστροφή», δηλ. οἱ ἀποτελοῦντες τὴν συναναστροφήν, ἡ «συντροφιὰ» ἢ «παρέα», Ἡρόδ. 2. 78, Πλάτ., κλπ.· ἡ ἐν οἴνῳ σ., = συμπόσιον, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 652Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 9Α· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδ. § 305· αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι, συναναστροφαὶ πεπαιδευμένων, conversazioni, Ἀριστοφ. Θεσμ. 21· εἰς τὰς σ. ... παραλαμβάνουσι τὴν μουσικὴν Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. existence en commun, d’où
1 relations habituelles, fréquentation, société ; ἡ τοῦ θείου συνουσία PLAT la fréquentation de la divinité ; ἡ πρὸς Σωκράτην συνουσία XÉN la fréquentation de Socrate ; fig. νόσου συνουσία SOPH l’habitude de la maladie, litt. le commerce habituel avec la maladie ; fréquentation d’un maître;
2 commerce intime, union;
II. réunion, société, compagnie.
Étymologie: σύν, εἰμί.