συνεπακολουθέω: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />suivre ensemble, accompagner, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπακολουθέω]]. | |btext=-ῶ :<br />suivre ensemble, accompagner, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπακολουθέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεπᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]], [[συνοδεύω]], [[επακολουθώ]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A follow closely, accompany, Pl.Phd.81e, Plu.Alex. 41; τινι Str.8.6.22; Νεῖλος συνεπηκολούθηκα I Nilus have been present too (at the transaction), PFay.43.4 (i B.C.), cf. PLond.2.256 (e).3 (i A.D.); of things, Hp.Oss.4, Ocell.2.22, Sor.1.31, etc.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπᾰκολουθέω: ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, συνοδεύω, Πλάτ. Φαίδων 81Ε· τινι Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 426. 15, Στράβ. 380· ἐπὶ πραγμάτων, Ἱππ. 274. 40, Πλούτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπακολουθέω.
Greek Monotonic
συνεπᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοντά, παρακολουθώ, συνοδεύω, επακολουθώ, σε Πλάτ.