ὁμοβώμιος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a le même autel.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[βωμός]].
|btext=ος, ον :<br />qui a le même autel.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[βωμός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμοβώμιος]] και, [[κατά]] δ. γρφ<br />[[ὁμόβωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον [[άλλο]] («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βώμιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-[[βώμιος]]). Ο τ. [[ὁμόβωμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βωμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>βωμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοβώμιος Medium diacritics: ὁμοβώμιος Low diacritics: ομοβώμιος Capitals: ΟΜΟΒΩΜΙΟΣ
Transliteration A: homobṓmios Transliteration B: homobōmios Transliteration C: omovomios Beta Code: o(mobw/mios

English (LSJ)

ον,

   A having a common altar, Th.3.59.

German (Pape)

[Seite 333] einen gemeinschaftlichen Altar habend, Thuc. 3, 59; vgl. Poll. 7, 155.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοβώμιος: -ον, ὁ ἔχων κοινὸν βωμόν, οἷονΔημήτηρ καὶ ἡ Περσεφόνη, συμβώμιος, Θουκ. 3. 59. - Παρὰ τῷ Ἡσύχ. φέρεται καὶ τύπος: ὁμόβωμοι, ὅστις εὕρηται καὶ ἐν ἐπιγράμματι, (Τηλέμα)χός σε ἱέρωσε Ἀσκληπιῷ ἠδὲ ὁμοβώμοις Ἐπιγρ. Ἀττ. Β΄, 1442, τ. Β΄, μέρος γ΄, σ. 68, ἴδε Κόντου Γλωσσ., Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 2, σ. 137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le même autel.
Étymologie: ὁμός, βωμός.

Greek Monolingual

ὁμοβώμιος και, κατά δ. γρφ
ὁμόβωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + βώμιος (πρβλ. επι-βώμιος). Ο τ. ὁμόβωμος < ομ(ο)- + βωμός (πρβλ. πολύ-βωμος)].