συναληθεύω: Difference between revisions
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=dire également la vérité.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀληθεύω]]. | |btext=dire également la vérité.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀληθεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>(λογ.)</b> (για κρίσεις) [[αληθεύω]] συγχρόνως ή [[επίσης]] (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ [[διάμετρον]] ἐνδέχεται συναληθεύειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />λέω κι εγώ την [[αλήθεια]] («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναζητώ]] την [[αλήθεια]] από κοινού με άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be true together, Arist.Int.19b36, cf. Gal.7.838. II join in seeking or speaking the truth, Plu.2.53b.
German (Pape)
[Seite 998] mit oder zugleich die Wahrheit reden; Arist. hermeneut. 10; Plut. discr. ad. et amic. 11.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰληθεύω: ληθεύω ὁμοῦ, οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10. 5. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ λέγω ἢ ζητῶ τὴν ἀλήθειαν, Πλούτ. 2. 53Β.
French (Bailly abrégé)
dire également la vérité.
Étymologie: σύν, ἀληθεύω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(λογ.) (για κρίσεις) αληθεύω συγχρόνως ή επίσης (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν», Αριστοτ.)
μσν.
λέω κι εγώ την αλήθεια («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)
αρχ.
αναζητώ την αλήθεια από κοινού με άλλον.