καταπειλέω: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />menacer, prononcer avec menace (des paroles, un ordre, <i>etc.</i>) acc. ; τὰ κατηπειλημένα SOPH les menaces.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀπειλέω]]. | |btext=-ῶ :<br />menacer, prononcer avec menace (des paroles, un ordre, <i>etc.</i>) acc. ; τὰ κατηπειλημένα SOPH les menaces.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀπειλέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατᾰπειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[απειλώ]] ανοιχτά, <i>κατ. ἔπη</i>, [[χρησιμοποιώ]] απειλητικά [[λόγια]], σε Σοφ.· <i>τὰ κατηπειλημένα</i>, απειλές που εκτοξεύονται, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for ἀπειλέω, κ. ἔπη
A use threatening words, S.OC659; ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων by the threats uttered, ib. 1147.
German (Pape)
[Seite 1368] dagegen drohen, bedrohen; ἔπη, Drohworte ausstoßen, Soph. O. C. 665; τὰ κατηπειλημένα 1149; Sp., wie Eumath., auch im med.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰπειλέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀπειλέω, κ. ἔπη, μεταχειρίζομαι ἀπειλητικοὺς λόγους, Σοφ. Ο. Κ. 659·- Παθ., ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων, ἀβλαβεῖς ἐκ τῶν ἐκτοξευθεισῶν ἀπειλῶν ἢ ἐκείνων ἅτινα ἠπειλήθησαν κατ’ αὐτῶν, αὐτόθι 1147·- Μέσ., τινά τινι, φοβερίζω τινὰ μέ τι, ὅσα με κατηπειλεῖτο καὶ χειρὶ καὶ γλώσσῃ Εὐμάθ. σ. 309.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
menacer, prononcer avec menace (des paroles, un ordre, etc.) acc. ; τὰ κατηπειλημένα SOPH les menaces.
Étymologie: κατά, ἀπειλέω.
Greek Monotonic
κατᾰπειλέω: μέλ. -ήσω, απειλώ ανοιχτά, κατ. ἔπη, χρησιμοποιώ απειλητικά λόγια, σε Σοφ.· τὰ κατηπειλημένα, απειλές που εκτοξεύονται, στον ίδ.