ἀνυπέρβλητος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(Bailly1_1) |
(big3_5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut surpasser.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὑπερβάλλω]]. | |btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut surpasser.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὑπερβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[imposible de superar]], [[insuperable]] de pers. [[ἄνθρωπος]] ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5, ἀ. τὴν δύναμιν I.<i>AI</i> 11.44<br /><b class="num">•</b>de abstr. φύσις Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 48, Isoc.9.59, [[δύναμις]] Pl.<i>Def</i>.412b, φιλία X.<i>Cyr</i>.8.7.15, [[ἀρετή]] Isoc.4.71, φιλοτιμία D.2.18, D.S.13.56, εὔνοια Lycurg.101, πληγή Men.<i>Sam</i>.215, τάχη Epicur.<i>Ep</i>.[2] 47, [[ἀπειρία]] Plb.16.18.3, ὑπεροχὴ ... τῆς ... δυναστείας ἀ. Plb.1.2.7, [[γῆθος]] Plu.2.1091b, θρησκεία I.<i>BI</i> 2.198, τελειότης 1<i>Ep.Clem</i>.53.5, μέγεθος ἀρετᾶς Diotog.2, [[δόξα]] <i>PMag</i>.4.1201<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ τῆς πίστεως ἀ. la imposibilidad de vencer a la fe</i> Hippol.<i>Dan</i>.2.24.4.<br /><b class="num">2</b> [[persistente]] ἐπισταγμοί Gal.13.61.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de manera insuperable]] ἀ. ὀργίζεσθαι Pythag.<i>Sim</i>.144, λυπεῖσθαι ἀ. Arist.<i>Rh</i>.1370<sup>b</sup>31, τελείως καὶ ἀ. γίνεται υἱὸς Θεοῦ Origenes <i>Io</i>.20.34 (p.372). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be surpassed or outdone, φιλία X.Cyr.8.7.15; ἀρετή Isoc.4.71; φιλοτιμία D.2.18; εὔνοια Lycurg.101; ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5; τάχη Epicur.Ep.1p.10U. Adv. -τως Arist. Rh.1370b31, Pyth.Sim.144. 2 persistent, obstinate, of disease, Gal.13.61.
German (Pape)
[Seite 266] unübertrefflich. unüberwindlich, φιλία Xen. Cyr. 8, 7, 15; ἀρετή Isocr. 4, 71; φιλοτιμία Dem. 2, 18; εἰς πονηρίαν Antiphan. Ath. III, 108 e; οὖρος ib. XII, 543 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπέρβλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, οὕτως ἀεὶ ἀνυπέρβλητος ἔσται ἡ ὑμετέρα φιλία Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· ἄνθρωπος ἀνυπέρβλητος εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut surpasser.
Étymologie: ἀ, ὑπερβάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1imposible de superar, insuperable de pers. ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5, ἀ. τὴν δύναμιν I.AI 11.44
•de abstr. φύσις Hp.Acut.(Sp.) 48, Isoc.9.59, δύναμις Pl.Def.412b, φιλία X.Cyr.8.7.15, ἀρετή Isoc.4.71, φιλοτιμία D.2.18, D.S.13.56, εὔνοια Lycurg.101, πληγή Men.Sam.215, τάχη Epicur.Ep.[2] 47, ἀπειρία Plb.16.18.3, ὑπεροχὴ ... τῆς ... δυναστείας ἀ. Plb.1.2.7, γῆθος Plu.2.1091b, θρησκεία I.BI 2.198, τελειότης 1Ep.Clem.53.5, μέγεθος ἀρετᾶς Diotog.2, δόξα PMag.4.1201
•subst. τὸ τῆς πίστεως ἀ. la imposibilidad de vencer a la fe Hippol.Dan.2.24.4.
2 persistente ἐπισταγμοί Gal.13.61.
II adv. -ως de manera insuperable ἀ. ὀργίζεσθαι Pythag.Sim.144, λυπεῖσθαι ἀ. Arist.Rh.1370b31, τελείως καὶ ἀ. γίνεται υἱὸς Θεοῦ Origenes Io.20.34 (p.372).