προπράσσω: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire auparavant <i>ou</i> avant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πράσσω]]. | |btext=faire auparavant <i>ou</i> avant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πράσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αττ. τ. προπράττω Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] [[κατά]] πρώτον («προπράσσων χάριτας ὀργᾱς λυγρᾱς», <b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. προπράττω,
A do before, τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ D.C.52.13:—Pass., τὰ προπεπραγμένα Arist.Po.1455b30, Luc.Jud.Voc.2; τὰ προπραχθέντα LXX 1 Es.1.33. II exact, χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς A.Ch. 834(lyr.).
German (Pape)
[Seite 741] att. -ττω, vorher od. eher thun, als ein Anderer; Aesch. Ch. 821; τοῖς προπεπραγμένοις ἀεί τι μεῖζον προστιθέν, Luc. iud. voc. 2.
Greek (Liddell-Scott)
προπράσσω: Ἀττ. -ττω, πράττω πρότερον, τι Δίων Κ. 52. 13· τὰ προπεπραγμένα Ἀριστ. Ποιητ. 18. 3, Λουκ. Δίκη Φων. 2. ΙΙ. ἐκτελῶ πρῶτον, προπράσσων χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς Αἰσχύλ. Χο. 834 (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ)
French (Bailly abrégé)
faire auparavant ou avant qqn.
Étymologie: πρό, πράσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. προπράττω Α
1. κάνω κάτι προηγουμένως
2. εκτελώ κατά πρώτον («προπράσσων χάριτας ὀργᾱς λυγρᾱς», Αισχύλ.).