παραρτύω: Difference between revisions

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=préparer des aliments, <i>particul.</i> assaisonner;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀρτύω]].
|btext=préparer des aliments, <i>particul.</i> assaisonner;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀρτύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[νοστιμεύω]] [[φαγητό]] με την [[προσθήκη]] καρυκευμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[νοστιμεύω]], [[ομορφαίνω]] [[κάτι]] («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παραρτύομαι</i><br />ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρτύω]] «[[καρυκεύω]], [[παρασκευάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρτύω Medium diacritics: παραρτύω Low diacritics: παραρτύω Capitals: ΠΑΡΑΡΤΥΩ
Transliteration A: parartýō Transliteration B: parartyō Transliteration C: parartyo Beta Code: parartu/w

English (LSJ)

of food,

   A season, Id.2.477,483 (Pass.) : metaph., ἱστορίαις π. τὴν ποίησιν Eust.100.30.    II Med., get ready, Plu.Luc.7.

German (Pape)

[Seite 497] Speisen bereiten, würzen, Philo; u. allgemeiner, wie παραρτίζομαι, im med., ναῦς ὅπλων καὶ βελῶν παραρτυσάμενος, Plut. Lucull. 7.

Greek (Liddell-Scott)

παραρτύω: ἐπὶ τροφῆς, ἡδύνω διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι).

French (Bailly abrégé)

préparer des aliments, particul. assaisonner;
Moy. παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.
Étymologie: παρά, ἀρτύω.

Greek Monolingual

ΜΑ
νοστιμεύω φαγητό με την προσθήκη καρυκευμάτων
μσν.
μτφ. νοστιμεύω, ομορφαίνω κάτι («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», Ευστ.)
αρχ.
μέσ. παραρτύομαι
ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀρτύω «καρυκεύω, παρασκευάζω»].