μεσοπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μεσαιπόλιος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μεσαιπόλιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσοπόλιος]] και [[μεσαιπόλιος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει [[κατά]] το ήμισυ λευκές [[τρίχες]], γκριζομάλλης, [[ψαρομάλλης]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μεσήλικος]], [[μεσόκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]], [[ψαρός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υπο</i>-<i>πόλιος</i>). Για τον τ. [[μεσαιπόλιος]] <b>βλ.</b> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)-].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 139] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοπόλιος: -ον, ὁ ὁμαλὸς τύπος τοῦ μεσαιπόλιος (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, ἔνθα νῦν γράφεται μεσαιπόλιος, ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μεσαιπόλιος.

Greek Monolingual

μεσοπόλιος και μεσαιπόλιος, -ον (ΑM)
1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης
2. (κατ' επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υπο-πόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο)-].