σύγχροος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> de même couleur, de même aspect;<br /><b>2</b> qui touche à, uni.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χροός]].
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> de même couleur, de même aspect;<br /><b>2</b> qui touche à, uni.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χροός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύγχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ουν</i> ([[χρόα]]), αυτός που έχει παρόμοιο [[χρώμα]] ή όψη με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιόχρωμος]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχροος Medium diacritics: σύγχροος Low diacritics: σύγχροος Capitals: ΣΥΓΧΡΟΟΣ
Transliteration A: sýnchroos Transliteration B: synchroos Transliteration C: sygchroos Beta Code: su/gxroos

English (LSJ)

ον, contr. σύγχρους, ουν, (χρόα)

   A of like colour or look, Plb. 3.46.6.    II skin to skin, touching, Posidipp. ap. Ath.13.596d, Nic. Fr.32.

German (Pape)

[Seite 972] zsgz. σύγχρους, gleichfarbig; Posidipp. bei Ath. XIII, 596 d; Pol. 3, 46, 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, (χρόα) ὁ ἔχων ὁμοίαν χροιάν, ὅμοιον ἐξωτερικόν, ὡς τὸ ὁμόχροος, Πολύβ. 3. 46, 6. ΙΙ. συγχρωτιζόμενος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D, Νικ. Ἀποσπ. 19.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 de même couleur, de même aspect;
2 qui touche à, uni.
Étymologie: σύν, χροός.

Greek Monotonic

σύγχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει παρόμοιο χρώμα ή όψη με κάποιον άλλο, ομοιόχρωμος, σε Πολύβ.