χοίρινος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de cochon, de porc ; ἡ [[χοιρίνη]] ([[δορά]]) couenne de porc.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]].
|btext=η, ον :<br />de cochon, de porc ; ἡ [[χοιρίνη]] ([[δορά]]) couenne de porc.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χοίρινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ<br />ο κατασκευασμένος από [[δέρμα]] χοίρου, [[χοιρινός]] (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ [[χοιρίνη]] περὶ ταῑς κνήμαις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[γλυκό]] [[κρασί]] σε χοίρινο [[τομάρι]]» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή [[διαχείριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοίρῐνος Medium diacritics: χοίρινος Low diacritics: χοίρινος Capitals: ΧΟΙΡΙΝΟΣ
Transliteration A: choírinos Transliteration B: choirinos Transliteration C: choirinos Beta Code: xoi/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A = χοίρειος, of hog's skin, ἀσπίς Luc.Hist.Conscr.23.

German (Pape)

[Seite 1362] = χοίρειος, Sp.; ἡ χοιρίνη, sc. δορά, Schweinehaut, Luc. hist. conscr. 23.

Greek (Liddell-Scott)

χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος χοίρου, ἀσπὶς Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cochon, de porc ; ἡ χοιρίνη (δορά) couenne de porc.
Étymologie: χοῖρος.

Greek Monolingual

-η, -ο / χοίρινος, -ίνη, -ον, ΝΑ
ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου, χοιρινός (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη περὶ ταῑς κνήμαις», Λουκιαν.)
νεοελλ.
παροιμ. «γλυκό κρασί σε χοίρινο τομάρι» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή διαχείριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].