ἐπιθειάζω: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> prendre les dieux à témoin, jurer au nom des dieux;<br /><b>2</b> donner un air <i>ou</i> un caractère divin : λόγῳ PLUT à un discours ; πράξεις PLUT à des actions ; inspirer, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[θειάζω]]. | |btext=<b>1</b> prendre les dieux à témoin, jurer au nom des dieux;<br /><b>2</b> donner un air <i>ou</i> un caractère divin : λόγῳ PLUT à un discours ; πράξεις PLUT à des actions ; inspirer, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[θειάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιθειάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξορκίζω]] («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εμπνέω]]<br /><b>4.</b> [[προφητεύω]]<br /><b>5.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε [[θεία]] [[έμπνευση]] («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] ως [[θέλημα]] θεού<br /><b>7.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[επιθεάζω]], παράλλ. τ. του [[επιθειάζω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 942] 1) die Götter anrufen, beschwören; Thuc. 2, 75, wo es dem voranstehenden ἐς ἐπιμαρτυρίαν θεῶν κατέστη entspricht; ἐπιθειαζόντων μὴ κατάγειν, bei den Göttern schwörend, daß sie ihn nicht zurückrufen würden, 8, 53; vgl. Plut. Cam. 18; a. Sp. – 2) göttliches Ansehen geben; ταῦτ' εἰπὼν Θεμιστοκλῆς ἐπεθείασε τῷ λόγῳ διελθὼν τὴν ὄψιν Plut. Them. 28; τὸ δαιμόνιον ἐπιθειάζον ταῖς αὐτοῦ προαιρέσεσι Plut. Gen. Socr. 10; οἱ δὲ ὡς θεοφιλεῖς εἶναι δοκοῖεν, ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὶ φάσματα προϊστάμενοι ib. 9, mit göttlichem Glanze umgeben; οἱ δὲ πολλοὶ καταδαρθοῦσιν οἴονται τὸ δαιμόνιον ἀνθρώποις ἐπιθειάζειν, eingeben, ib. 20; – τόπος ἐπιτεθειασμένος, ein geweihter Ort, Poll. 1, 15, wie ἀνήρ, 1, 20. – Auch = in göttlicher Begeisterung ausrufen, prophezeien, ὡς ἡ Θέμις αὐτοῖς ἐπιθειάζουσα ἔφραζεν D. Hal. 1, 31, a. Sp.; – ἐπιτεθειασμένως, Poll. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
1 prendre les dieux à témoin, jurer au nom des dieux;
2 donner un air ou un caractère divin : λόγῳ PLUT à un discours ; πράξεις PLUT à des actions ; inspirer, τινι.
Étymologie: ἐπί, θειάζω.
Greek Monolingual
ἐπιθειάζω (Α)
1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.)
2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.)
3. εμπνέω
4. προφητεύω
5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις», Πλούτ.)
6. παρουσιάζω κάτι ως θέλημα θεού
7. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιθεάζω, παράλλ. τ. του επιθειάζω].