εὐαπολόγητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à excuser.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀπολογέομαι]].
|btext=ος, ον :<br />facile à excuser.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀπολογέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐαπολόγητος]], -ον)<br />αυτός που εύκολα επιδέχεται [[απολογία]] ([[επομένως]] και [[αθώωση]]), αυτός για τον οποίο απολογείται [[κάποιος]] εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει [[κάποιος]] απολογούμενος («ευαπολόγητη [[βιαιοπραγία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να απολογηθεί καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[λογούμαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>απολόγητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>απολόγητος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαπολόγητος Medium diacritics: εὐαπολόγητος Low diacritics: ευαπολόγητος Capitals: ΕΥΑΠΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euapológētos Transliteration B: euapologētos Transliteration C: evapologitos Beta Code: eu)apolo/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to excuse, Str.10.3.1, Plu.Agis 17, Hierocl.in CA19p.461M.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu vertheidigen, Strab. 10, 3, 1; ἀδίκημα Plut. Ag. 17.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαπολόγητος: -ον, ὃν εὐκόλως συγχωρεῖ τις, «εὐκολοσυγχώρητος», Στράβ. 463, Πλουτ. Ἀγησ. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à excuser.
Étymologie: εὖ, ἀπολογέομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, -ον)
αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία»)
αρχ.
αυτός που είναι ικανός να απολογηθεί καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-λογούμαι (πρβλ. αν-απολόγητος, δυσ-απολόγητος)].